Ορθόδοξες ανθοδέσμες - Greek Flowers of Orthodoxy 17



The Flowers of Orthodoxy

Ορθοδοξία









Ορθόδοξες ανθοδέσμες


Greek Flowers of Orthodoxy 17


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 




https://greekflowersoforthodoxy1.blogspot.com
 - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy2.blogspot.com - Θεία Εξομολόγηση
https://greekflowersoforthodoxy3.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy4.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy5.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy7.blogspot.com - Ιρλανδικές & Βρεταννικές Κελτικές Προσευχές 
https://greekflowersoforthodoxy8.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy9.blogspot.com - Η Ορθοδοξία μέσα από την Αγία Γραφή
https://greekflowersoforthodoxy11.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy12.blogspot.com - Η σκοτεινή πλευρά της Νέας Εποχής (Yoga κλπ.)
https://greekflowersoforthodoxy13.blogspot.com - Η σκοτεινή πλευρά της Νέας Εποχής (Yoga κλπ.)
https://greekflowersoforthodoxy14.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy15.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy16.blogspot.com - Ορθόδοξη Ιρλανδία
https://greekflowersoforthodoxy17.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy18.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy19.blogspot.com - Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς
https://greekflowersoforthodoxy20.blogspot.com - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy21.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy22.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Βουδισμό & τον Ινδουϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy23.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy24.blogspot.com - Συναξαριστής Κελτών Αγίων και Πάντων των Αγίων


<>



«Μέ αὐτή τήν ἁγάπη ὁ Ἅγιος Γέροντας τῆς Πάρου Φιλόθεος Ζερβάκος στεκόταν καί ἀπέναντι σέ ὅλη τήν κτίσι κι ἐκείνη τόν σεβόταν. Κάποτε μιά ἀγελάδα στεκόταν ἐμπόδιο στή διάβασι τοῦ αὐτοκινήτου, πού ἐπέβαινε ὁ ὅσιος, παρόλα τά κορναρίσματα. Τότε κατέβηκε ὁ ὅσιος, κάτι τῆς εἶπε στό αὐτί, κι ἠ ἀγελάδα ἀμέσως ἄνοιξε τό δρόμο στό ὄχημα»(ΠΚ, 17).



<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἄν εἶσαι καλός καί σέ ἀδικοῦν, αὐτό εἶναι ὁ ἁγιασμός σου. Ἄν δέν εἶσαι καλός, εἶναι ἡ σωτηρία σου»(ΛΕ 42).



<>



«Μοῦ εἶπε πολλά ψυχωφελή διδάγματα [ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος τῆς Πάρου]. Ὅταν εἶχες μιά ἁμαρτία ἤ ἀπορία, σοῦ ἔδινε, σάν τόν καλό γιατρό, τό κατάλληλο πνευματικό φάρμακο γιά τή θεραπεία τῆς ψυχῆς.
Τί μοῦ εἶπε γιά μιά οἰκογενειακή ὐπόθεσι τῆς κόρης μου Κυριακῆς.
Ἦταν τό ἔτος 1976. Εἶχα μαζί μέ τά ἄλλα τέσσερα παιδιά πού εἶναι στή ζωή καί μία κόρη Κυριακή, πού τώρα εἶναι στόν οὐρανό κοντά στό Χριστό καί στήν Παναγία. Ἦταν 22 ἐτῶν καί ἐργαζόταν στόν ΟΤΕ στήν Ἀθήνα. Στίς 19 Ὀκτωβρίου τοῦ 1976 ἔπεσε σέ σιδηροδρομικό ἀτύχημα, καί ἔξαφνα σάν κεραυνό μάθαμε τήν εἴδησι. Τήν κλάψαμε ὅλοι καί τήν κηδεύσαμε στό χωριό μας στίς Τρίποδες Νάξου. Ὁ πόνος καί ἠ θλίψι ἦταν μεγάλος, ἰδιαίτερα σέ ἐμᾶς τούς γονεῖς. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες πῆγα στήν Πάρο καί βρῆκα τό Γέροντα Φιλόθεο. Τοῦ εἶπα τό γεγονός, καί ὅπως ἦταν πονόψυχος λυπήθηκε καί ἔκλαψε καί ἐκεῖνος μαζί μου. Ἐξομολογήθηκα, μοῦ ἔδωσε πνευματικές συμβουλές καί μοῦ ἀνέφερε ἱστορικά γεγονότα ἀπ᾽ τήν ἐμπειρία πού εἶχε...
Καί στό τέλος μοῦ λέει:
—Ἡ κόρη σου εἶναι κοντά στό Θεό νά μή λυπᾶσαι, μόνο δόξασε τό Θεό.
Ἔφυγα ἀπ᾽ τήν Πάρο μέ τίς πατρικές του συμβουλές καί νουθεσίες καί ἦρθα στό σπίτι μου στή Νάξο πολύ εὐχαριστημένος καί πνευματικά ἐνισχυμένος. Ἡ μάνα, ὅμως, πολύ περισσότερο πονᾶ τό παιδί τό ὁποῖο γέννησε ἀπ᾽ τόν πατέρα. Ἐκείνη ἔκλαιγε καί ἔπρεπε καί αὐτή νά παρηγορηθῆ καί τονωθῆ. Παίρνω, λοιπόν, τήν σύζυγό μου καί πᾶμε μαζί στήν Πάρο. Ἐκεῖ βρίσκουμε τό Γέροντα Φιλόθεο, καί σάν τήν εἶδε τῆς εἶπε:
—Τέκνο μου λυπήθηκες γιά τό παιδί σου.
Λέη ἡ σύζυγός μου:
—Ναί πάτερ. Τά ἄλλα μου παιδιά τά βλέπω, ἐνῶ αὐτό ποῦ θά τό ξαναδῶ;
Τῆς ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας:
—Τό παιδί σου τό ἔχει κοντά της ἡ Παναγία.
Ὅπως γινόταν αὐτός ὁ διάλογος (θά ἔκανε μυστική προσευχή ὁ Γέροντας) καί ὤ τοῦ θαύματος! βλέπει ἡ σύζυγός μου ὅραμα καί ὅπως τῆς εἶπε ἔτσι καί ἔγινε, εἶδε τήν κόρη μας Κυριακή, πού εἶναι στούς οὐρανούς, καί τή κρατοῦσε ἡ Παναγία ἀπ᾽ τό χέρι. Ἔτσι πείστηκε καί γυρίσαμε στό σπίτι μας στή Νάξο δοξάζοντες τό Θεό, πού ἀσφάλισε τό παιδί μας κοντά του...»(ΠΚ, 37).



<>





«Γιά τό μέγα μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Φιλόσοφο μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ζοῦσε, λοιπόν, ὁ Φιλόσοφος κατά τόν 4ο αἰ. στήν ὀνομαστή Ἀλεξάνδρεια καί ἦταν πιστός στό Χριστό. Τό μαρτύριο στό ὁποῖο ὁρίστηκε νά ὑποβληθῆ ὁ ἔνθερμος ὁμολογητής ξεπερνᾶ τή φαντασία: ὁ τότε τύραννος πρόσταξε νά δέσουν τόν Ἅγιο σέ κλίνη, ὅπου μία γυναῖκα ἐλευθέρων ἠθῶν θά τόν παρακινοῦσε μέ κάθε τρόπο πρός αἰσχρή μείξι.
... Ὅμως, ὁ ἀγωνιστής τοῦ Κυρίου βρῆκε τρόπο νά γλυτώση ἀπ᾽ τά δίχτυα τῆς πόρνης. Πρῶτα ἔκλεισε τά μάτια του, γιά νά μή βλέπη, καί ἔπειτα μέ τά δόντια του κατέκοψε τή γλώσσα του. Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ τομή —πόσο μάλλον ἡ ἐκτομή— τῆς γλώσας ἀφενός προκαλεῖ ἀφόρητους πόνους, ἀφετέρου τρομερή αἱμορραγία. Μά μέ τόν τρόπο αὐτόν, καί ὀ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ διεφυλάχθη χάριτι ἀπαθής , ἀλλά καί ἡ γυναῖκα ντροπιασμένη ἦρθε σέ συστολή. Ὁ μάρτυς Φιλόσοφος ἀμέσως μετά ἀποκεφαλίστηκε καί μπῆκε στεφηφόρος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»(ΑΓ, 39).



<>





«Ὁ Ἅγ. Σώζων καταγόταν ἀπ᾽ τή Λυκαονία τῆς Μ. Ἀσίας καί ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.. Ἦταν βοσκός ἀλλά ἡ φλογερή του πίστι καί ἡ κατά Χριστόν γνώσι τόν ἔκαναν καί διδάσκαλο λογικῶν προβάτων. Κάποτε στήν Πομπηιούπολι τῆς γειτονικῆς Κιλικίας βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα ὁλόχρυσο ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος. Συναισθανόμενος ἀφενός τήν πλάνη τῆς λατρείας ἑνός ἀνθρωπίνου κατασκευάσματος καί ἐφετέρου τήν κοινωνική ἀδικία, μπαίνει κρυφά στό ναό τῶν εἰδώλων καί κόβει τό χέρι τοῦ πολύτιμου ἀγάλματος, πουλάει τό χρυσό τόν ὁποῖο περιεῖχε καί μοιράζει τό ἀντίτιμο στούς φτωχούς. Ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως, Μαξιμιανός, μαθαίνοντας τήν... βέβηλη πράξι, στρέφεται ἐναντίον πολλῶν ἀθώων ἀνθρώπων, πού ἐκεῖνος θεωροῦσε ὑπόπτους, τούς συλλαμβάνει καί τούς παραδίδει σέ βασανιστήρια, προκειμένου νά ὁμολογήσουν τό ὑποτιθέμενο κακούργημά τους. Ὁ Σώζων, ὅμως, μόλις ἀντιλήφθηκε τί συμβαίνει, φανερώθηκε καί ὁμολόγησε τόσο τήν πίστι του στό Χριστό ὅσο καί τό τόλμημά του. Ὁ Μαξιμιανός ὐποβάλλει τόν πραγματικό πιά ἔνοχο Χριστιανό σέ φοβερά βασανιστήρια: ὁρίζει νά τοῦ ἀποξέσουν τό δέρμα, νά τοῦ φορέσουν πυρακτωμένα σιδερένια ὑποδήματα, νά τόν μαστιγώσουν ἀνελέητα μέχρι νά γυμνωθοῦν τά κόκκαλά του. Ὁ Ἅγ. Σώζων ὑπέκυψε στίς φρικτές κακώσεις καί ἔτσι στέφθηκε μέ τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τό νεκρό του σῶμα προσπάθησαν οἱ δήμιοι νά τό ρίξουν στήν πυρά. Θαυματουργικῶς, ὅμως, μιά ραγδαία βροχή ἔσβησε τή φωτιά. Κάποιοι Χριστιανοί μάζεψαν εὐλαβικά τά ἱερά λείψανα καί τά ἐνεταφίασαν, ἐνῶ πάνω ἀπ᾽ τό μνῆμα τοῦ μάρτυρα Σώζοντα λαμποκοποῦσε ἄνωθεν σταλμένο, ὁλόχρυσο τό φῶς τοῦ Κυρίου»(ΑΓ, 44).



<>






«Ὅταν οἱ Πέρσες κατέλαβαν τή Νίσιβη, ὁ Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος κατέφυγε ὡς πρόσφυγας μαζί μέ ἄλλους συντοπίτες του στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ βρῆκε καί ἔμεινε σέ κάποια μικρή κατοικία. Ἀπέναντί του, ὅμως, κατοικοῦσε κάποια γυναῖκα ἀναίσχυντη, τῆς ὁποίας τό παράθυρο ἔβλεπε κατ᾽ εὐθεῖαν στό παράθυρο τοῦ ὁσίου. Μία μέρα ὁ Ἅγιος ἔβραζε κάποια χόρτα γιά νά φάη. Ἐκείνη, λοιπόν, ἄνοιξε τό παράθυρο καί τοῦ εἶπε:
—Ἀββᾶ, εὐλόγησον.
Αὐτός μέ διάκρισι τῆς ἀπάντησε ταπεινά:
—Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήση.
Ἐκείνη γέλασε πονηρά καί συνέχισε:
—Μήπως σοῦ λείπει κάποιο φαγητό, γιά νά σοῦ δώσω;
Ἐκεῖνος ἀμέσως κατάλαβε ποῦ τό πήγαινε καί πολύ ἔξυπνα τῆς ἀπάντησε:
—Ναί! Μοῦ λείπουν τρεῖς κοτρῶνες καί λίγος πηλός, γιά νά κλείσω αὐτή τή θυρίδα νά μήν σέ βλέπω καί μέ ἐνοχλεῖς.
Οὔτε τότε ντράπηκε αὐτή ἡ ἀδιάντροπη γυναῖκα, ἀλλά, κάνοντας σχεδόν ἐρωτική ἐξομολόγησι παρακινημένη ἀπ᾽ τόν πονηρό γιά νά πειράξη τό σεμνό καί ἀφιερωμένο Ἅγιο, τοῦ ἀποκρίνεται:
—Ἐγώ σέ χαιρέτησα εὐγενικά, διότι ποθῶ νά κοιμηθῶ μαζί σου, καί σύ ὑπερηφανεύεσαι καί μοῦ λές νά φράξης τό παράθυρο;
Ὅσο ἐκείνη τόν παρακινοῦσε μέ σατανικά λόγια σέ ἄπρεπον ἔρωτα, τόσο ἐκεῖνος τῆς ἀπαντοῦσε μέ ψυχωφελῆ καί σωτήρια λόγια. Τέλος πάντων, βλέποντας ὅτι μυαλό δέν βάζει οὔτε διορθώνεται, τῆς λέει:
—Ἄν ὀρέγεσαι νά κοιμηθοῦμε μαζί, ἄς πᾶμε ὅπου προτείνω ἐγώ.
Ἐκείνη, νομίζοντας ὅτι ὁ Ἅγιος ἐννοοῦσε κάποιο ἀπόμερο κελλί γιά νά μήν τούς δοῦν, χάρηκε:
—Ἄς πᾶμε ὅπου ἐπιθυμεῖς.
Τότε λέει ὁ ὅσιος:
—Πᾶμε καλύτερα στή μέση τῆς πόλεως καί ἐκεῖ ἄς ἁμαρτήσουμε.
—Καί δέν ντρέπεσαι τούς περαστικούς, πού θά μᾶς ἐμπαίξουν;, ἀπαντᾶ ἔκπληκτη ἡ γυναῖκα.
Τότε ὁ πάνσοφος Ἅγιος, πολεμῶντας μέ τά ἴδια της τά ὅπλα, τῆς ἀπεκρίθη:
—Τούς ἀνθρώπους τούς ντρέπεσαι. Μά δέν φοβᾶσαι τό Θεό, καημένη, πού βλέπει ὅλες τίς πράξεις μας, εἴτε φανερές εἴτε κρυφές;
Ἔτσι ἁλιεύθηκε ἡ ψυχή τῆς πόρνης ἐκείνης. Ἡ γυναῖκα συγκινήθηκε, μετανόησε καί ἔζησε ἔκτοτε σάν πάναγνο περιστέρι μέσα στό φωτεινό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας»(ΑΓ, 47).

<>





«Ὁ Πέρσης βασιλιᾶς Βασιλίσκος πληροφορήθηκε γιά τή διδασκαλία καί τά θαύματα τοῦ Ἁγ. Μίλου. Τόν κάλεσε, λοιπόν, στό παλάτι καί ἀπαίτησε ἀπ᾽ τόν Ἅγιο νά τιμήση τόν ἥλιο, ὅπως συνήθιζαν ὡς πυρολάτρες οἱ Πέρσες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὀ Ἅγιος, φυσικά, ἀρνήθηκε καί ὁμολόγησε σέ ποιοῦ τό ὄνομα καί μέ ποιοῦ τή δύναμι διδάσκει καί θεραπεύει. Θυμωμένος ὁ βασιλιάς, ὅρμησε μέ τό ξίφος του ἐναντίον τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ συγχρόνως ἀπ᾽ τήν ἄλλη πλευρά μέ τό δικό του ἐγχειρίδιο (μαχαίρι) τοῦ ἐπιτέθηκε καί ὁ ἀδελφός του. Ὅ Ἅγ. Μίλος, πρίν ξεψυχήση, προεῖπε στούς δύο ἀδελφούς ὅτι ἀπό κοινή μάχαιρα θά πεθάνουν.
Πράγματι, τήν ἑπόμενη μέρα ὁ βασιλιᾶς καί ὁ ἀδελφός του πῆγαν γιά κυνήγι ξεχνῶντας τήν πρόρρησι τοῦ Ἁγίου. Κυνηγῶντας καί οἱ δύο τό ἴδιο ἐλάφι, προσπάθησαν νά τό θανατώσουν χτυπῶντας το συγχρόνως ὁ καθένας ἀπ᾽ τήν πλευρά του. Ὅμως,  τό κάθε ὅπλο κατευθύνθηκε καί τραυμάτισε θανάσιμα ὄχι τό θήραμα ἀλλά τόν ἕτερο ἀδελφό. Μέ τό δραματικό αὐτό τρόπο τελείωσε καί αὐτῶν ἡ ἐπίγεια βιοτή. “Πρό συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις”, μᾶς λένε οἱ Παροιμίες τῆς Π. Διαθήκης (16, 18), δηλαδή, πρίν ἀπ᾽ τήν πτώσι ἔρχεται ἡ ἀλαζονεία»(ΑΓ, 68).

<>






«Στήν Ἱ. Μονή τῶν Ἰβήρων εἶχαν προσκαλέσει γιά νά ψάλη στήν Πανηγυρική ἀγρυπνία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὡς δεξιός ψάλτης τόν καλλιφωνότατο Ρουμάνο μοναχό Νεκτάριο, ἀποκαλούμενο ἐκ καταγωγῆς καί ὡς “Βλάχο”. Σκασμένος, λοιπόν, ὁ μισόκαλος διάβολος πού θά ὑμνεῖτο μέ δόξα καί λαμπρότητα ἡ Παναγία μας καί ἐκμεταλλευόμενος τό ἔντονο πάθος τῆς ζηλοτυπίας κάποιων κακότροπων ἀμόναχων μοναχῶν, τί τούς ἔσπρωξε νά κάνουν; Πῆγαν λαθραίως καί ἔριξαν δηλητήριο στό ποτήρι τοῦ Βλάχου Νεκταρίου, ἐνόσῳ βρισκόταν στό κεραστικό, πρίν ἀπ᾽ τήν ἔναρξι τῆς ἀκολουθίας. Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἤπιε ἀνίδεος τό περιεχόμενο, ἄρχισαν ξάφνου νά τόν ζώνουν οἱ πόνοι. Τότε ἀντιλήφθηκε τήν ἀνθρώπινη κακοβουλία καί τή δυσχερῆ ἐπιθανάτια θέσι στήν ὁποία εἶχε βρεθῆ. Ἀμέσως, λοιπόν, καί μέ ἀκράδαντη πίστι καί ἀφοσίωσι προστρέχει στήν πανίερη εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας καί μέ δάκρυα ἀρχίζει νά παρακαλῆ σάν μικρό παραπονεμένο παιδί τή Θεοτόκο, “Παναγία μου, σῶσε με! Μέ δηλητηρίασαν” ἐνῶ συνάμα πίνει ὅλο τό λάδι ἀπ᾽ τήν κανδήλα τοῦ εἰκονίσματος. Τότε ἡ καλομάννα Παναγία μας, βλέποντας τήν ὀδύνη καί τό κλάμα τοῦ Νεκταρίου, προστρέχει ταχύτατα καί τοῦ χαρίζει τή θεραπεία σέ καταισχύνη τῶν ζηλοφθόνων καί σέ χαρά καί ἄρρητη ἀγαλλίασι τοῦ Βλάχου. Κατόπιν, ὅλο εὐδιαθεσία καί εὐγνωμοσύνη ἀκράτητη ἔψαλε μελωδικά, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, στήν ἀγρυπνία. Ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε, ποτέ στή ζωή του μετά ἀπό αὐτό τό συγκλονιστικό γεγονός καί τήν ταχεία καί θαυμαστή ἀντίληψι (συνδρομή) τῆς Θεοτόκου δέν εἶχε τέτοια διάθεσι καί καθαρότητα λάρυγγος ὅπως τή βραδιά ἐκείνη»(ΑΓ, 90).

<>






«Ἕνας σύγχρονος Ἅγιος ἀπ᾽ τό μαρτυρικό καί ἀλησμόνητο Πόντο, ὁ ὅσιος Ἰωάννης Τριανταφυλλίδης (13/6, †1903) ὁ πρεσβύτερος (ἱερέας), καταγόταν ἀπό εὐλαβεῖς γονεῖς, τόν Τριαντάφυλλο καί τήν Κυριακή. Ἐπειδή, ὅμως, δέν ὑπῆρχε σχολεῖο στήν πατρίδα του, ἔμαθε ἀπό ἕνα ἐγγράμματο τά κοινά γράμματα σέ ἕξι μῆνες, ὄντας πολύ εὐφυής.
Σέ ἡλικία 14 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Γι᾽ αὐτό, ἀναγκάστηκε πρός ἐξεύρεσι ἐργασίας νά ξενιτευτῆ στά παράλια τοῦ Πόντου, ὅπου ἐργαζόταν τό χειμῶνα σέ ἀρτοποιεῖο καί τό καλοκαίρι στά χωράφια. Σέ ἡλικία 17 ἐτῶν νυμφεύθηκε κάποια σεμνή καί εὐλαβῆ νέα, ὀνόματι Ἑλένη, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γυιό καί θυγατέρες.
Κάποιο καλοκαίρι μέ τή σύζυγό του πηγαιναν στό χωριό μέ τά πόδια. Στό δρόμο τούς συνάντησαν τρεῖς ἄγγελοι μέ μορφή ἀνθρώπων. Προπορευόταν ὁ Ἰωάννης. Τόν κοίταξαν προσεκτικά οἱ ἄγγελοι, ἀλλά δέν τοῦ μίλησαν. Μετά συνάντησαν τή σύζυγό του καί ὁ ἕνας τῆς λέει:
—Οἱ χωριανοί σας περιμένουν νά γίνη ἱερέας ὁ Ἰωάννης. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δεύτερος τῆς εἶπε:
—Μετά τριάντα χρόνια θά ἀξιωθῆτε νά προσκυνήσετε τούς Ἁγ. Τόπους.
Καί ὁ τρίτος:
—Μετά τήν κοίμησί του ὁ Ἰωάννης θά συναριθμηθῆ μέ τούς Ἁγίους.
Ἡ Ἑλένη ρώτησε μέ ἀπορία:
—Πῶς ἐσεῖς, πού εἶστε ἄνθρωποι, γνωρίζετε τό μέλλον, τί θά γίνη μετά ἀπό τριάντα χρόνια;
Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν:
—Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄνθρωποι ἀλλά ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί ἤρθαμε νά σᾶς προειδοποιήσουμε νά μήν ἀρνηθῆ ὁ Ἰωάννης τό Μυστήριο τῆς Ἱεροσύνης.
Ἐκείνη μέ φόβο καί συγκίνησι ἀπάντησε:
—Ἄς γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τό 1870 μ.Χ. σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, ὁ Ἰωάννης, προσκληθῆς στό μέγιστο ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης καί κάνοντας ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἀγγελική πρόρρησι χειροτονήθηκε ἱερέας.
Ὁ πατήρ, ἀνάμεσα στίς πολλές ἀρετές πού εἶχε, διέθετε καί τό χάρισμα τῆς συμφιλιώσεως τῶν ἄλλων· μποροῦσε μέ τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ νά μονοιάζη τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν ἔχθρα μεταξύ τους. Ὡς εἰρηνοποιός, λοιπόν, ἔγινε τό “εἰρηνοδικεῖο” τῆς Ἱ. Μητροπόλεως...
Ὅταν, λοιπόν, μεμονωμένα ἄτομα ἤ καί ὁλόκληρα χωριά πήγαιναν στό Μητροπολίτη νά ἐκδικάση τίς διαφορές τους, αὐτός τούς παρέπεμπε στό π. Ἰωάννη λέγοντας:
—Πηγαίνετε σ᾽ ἐκεῖνον. Θά σᾶς συμβιβάση, ἐπειδή εἶναι σοφός, ἔχει γλυκιά γλῶσσα καί Θεία Χάρι.
Καί ὄντως τούς εἰρήνευε. Ἔρχονταν ὡς ἐχθροί ζητῶντας ἐκδίκησι καί ἔφευγαν σάν ἀδελφοί ἀγαπημένοι.
Ὁ π. Ἰωάννης εἶχε ἕνα ἐγγονάκι ἀπ᾽ τή θυγατέρα του, ἡ ὁποία πέθανε καί τό ἄφηνε ὀρφανό. Τό παιδάκι αὐτό κάποια μέρα ἔκανε μία ἀταξία στό σχολεῖο καί ὀ δάσκαλος τό ἔδειρε μέ ραβδί καί μέ κλοτσιές. Μετά ἀπό λίγες μέρες τό ὀρφανό ἐγγονάκι του πέθανε. Ἄλλοι συγγενεῖς καί ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἤθελαν νά ἐκδικηθοῦν τό δάσκαλο καί νά τόν σκοτώσουν. Ὁ π. Ἰωάννης ἔκανε πολλή προσευχή. Στό δικαστήριο ζήτησε καί κατόρθωσε νά εἰρηνεύση τούς ἐπαναστατημένους συγγενεῖς καί νά βγάλη ἀπ᾽ τή φυλακή τό δάσκαλο. Ὡς παπποῦς τοῦ πεθαμένου ὀρφανοῦ πόνεσε, ἀλλά ὡς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὡς κήρυκας τῆς ἀγάπης, συγχώρησε καί ἀποφυλάκισε τό δάσκαλο»(ΑΓ, 108).

<>





«Στήν ἀθεοκρατούμενη Ρωσία πρίν ἀπό χρόνια ἕνα παιδί εἶχε δαιμονισθῆ σέ σημεῖο πού, ὅπου καί ἄν βρισκόταν, τά πάντα νά παίρνουμε φωτιά. Δέν εἶχε ἀφήσει ὁ ἐξαποδός οὔτε σαλόνι, οὔτε ψυγεῖο, οὔτε πουλί πετούμενο πού νά μήν τό κάνη στάχτη καί μπούλμπερη.
Ἔτσι, σκέφτηκαν οἱ ταλαίπωροι γονεῖς νά τό βαπτίσουν, μήπως καί φύγει τό δαιμόνιο.
Πράγματι, τό βάπτισαν κρυφά, μά καί πάλι τά ἴδια, ὅλα γινόντουσαν μπουρλότο.
—Μά, πάτερ, δέν ἔκανες καλά τή Βάπτισι; Δέν εἶπες ὅλα τά λόγια;
—Ἐγώ; Καί βέβαια ἔκανα τή Βάπτισι ὅπως πρέπει. Μά μόνο τίς πρῶτες εὐχές, τίς ἐξορκιστικές, δέν διάβασα. Τί τά θές; Ὁλόκληρο Μυστήριο τελέσαμε, θαρρῶ πώς οἱ εὐχές αὐτές εἶναι περιττές.
Σάν τό ἔμαθε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας, μάλωσε τόν ἱερέα καί τόν διέταξε νά διαβάση στό παιδί καί τίς ἐξορκιστικές εὐχές τό γρηγορότερο Ἔτσι, εὐθύς ἀμέσως τά δαιμόνια ἐλάκισαν, ἀφήνοντας ἥσυχο τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ καθώς καί τήν οἰκοσκευή τοῦ σπιτιοῦ του»(ΑΓ, 127).

<>





«Ὁ Ἅγ. Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν ἀπ᾽ τήν Κύπρο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπ᾽ τήν πατρίδα του, ἔφθασε στήν Πτολεμαΐδα τῆς Παλαιστίνης (σημερινή Ἄκκρα), ὅπου ὑπηρετοῦσε κοντά σέ κάποιον Εὐρωπαῖο πρόξενο. Ἐκεῖ, προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του στόν ἀφέντη του, ἐπισκεπτόταν συχνά τό σπίτι μιᾶς φτωχῆς μωαμεθανῆς, ἡ ὁποία εἶχε μιά νεαρή θυγατέρα, γιά νά ἀγοράση αὐγά. Καί καθώς περνοῦσε ὁ καιρός καί ὁ νέος πήγαινε συχνά ἐκεῖ, ἡ νεαρή κόρη ἔβγαινε καί συνομιλοῦσε μαζί του ἐλεύθερα, ἀκόμα κι ὅταν ἀπουσίαζε ἡ μητέρα της. Τό ἔτος 1752 μ.Χ. κάποιες Τουρκάλες γειτόνισσες, ἐπειδή ὁ Γεώργιος δέν ἀγόραζε αὐγά ἀπό αὐτές, τόν συκοφάντησαν ὅτι εἶχε ἀθέμιτες σχέσεις μέ τήν νεαρή μωαμεθανή καί μέ κραυγές συγκέντρωσαν μπροστά στό σπίτι τῆς μωαμεθανῆς τόν τούρκικο ὄχλο.
Ὁ Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος γιά τήν ψευδῆ κατηγορία πού τούς προσῆψαν, ὁδηγήθηκε βίαια στόν ἱεροδικαστή. Μάταια ἐκεῖνος προσπάθησε νά τόν πείση νά γίνη μουσουλμάνος πρός ἀποφυγή τῆς τιμωρίας. Ὁ μάρτυρας, παρά τίς προσπάθειες τοῦ κριτῆ καί τίς κολακεῖες ἤ τίς φοβέρες τοῦ ὄχλου, παρέμεινε ἀμετάθετος στήν πίστι, δηλώνοντας ὅτι Χριστιανός γεννήθηκε καί Χριστιανός θέλει νά πεθάνη.
Τότε ὀ κριτής διέταξε τή θανάτωσί του. Ὁ μάρτυρας Γεώργιος ὀδηγήθηκε σέ κάποιον τόπο κοντά στή θάλασσα. Οἱ δήμιοι ἀνάγνωσαν τήν καταδίκη του σέ θάνατο καί προσπάθησαν πάλι μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις νά ἐπιτύχουν τόν ἐξισλαμισμό του. Ὁ μάρτυς ὕψωσε τότε τά ἁλυσοδεμένα χέρια του στό οὐρανό καί ἀνεβόησε: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τό πνεῦμα μου καί ἀξίωσέ με τῆς Βασιλείας Σου”. Οἱ Τοῦρκοι τόν πυροβόλησαν καί ὁρμῶντας πάνω του διαμέλισαν τό τίμιο λείψανό του διά μαχαίρας. Τότε ἐκεῖ πού ἦταν γαλήνη μεγάλη, τήν ἴδια στιγμή γίνεται ἕνας ἀναβρασμός τῆς θάλασσας μεγάλος, καί παρόλο πού ὁ τόπος ὅπου κειτόταν τό λείψανο τοῦ μάρτυρα ἦταν σέ μεγάλη ἀπόστασι ἀπ᾽ τή θάλασσα, περίπου ἴσης μέ τή βολή ἑνός τουφεκιοῦ καί ἀκόμα πιό μακρυά, ἡ θάλασσα ἔγινε σάν ἕνα θηρίο ἀνήμερο καί βγῆκε ἀπ᾽ τό φυσικό της τόπο καί ἀφοῦ ἦρθε ὥς ἐκεῖ πού βρισκόταν τό ἱερό λείψανο, ἔπλυνε τό μαρτυρικό αἷμα πού ἔτρεχε ἀπό αὐτό καί ἔγινε ὁλόκληρη σάν ἕνας κόκκινος ἀφρός ἀπό κιννάβαρι. Καί καθώς ἀνέβαινε ἀπ᾽ τούς τοίχους τοῦ τζαμιοῦ τῶν ἀγαρηνῶν καί τοῦ κουμερκίου τους, ζητοῦσε νά τά γκρεμίση καί τά δύο μέ τά κύματά της. Βλέποντας αὐτό τό φοβερό θαῦμα οἱ ὀθωμανοί καί φοβούμενοι μήπως καταποντισθῆ ὁλόκληρη ἡ πόλι τους, ἔτρεξαν ἀμέσως καί ἐξανάγκασαν τούς Χριστιανούς νά ἔρθουν καί νά παραλάβουν τό σῶμα τοῦ μάρτυρος. Πράγματι, οἱ Χριστιανοί πῆραν μέ τιμή καί θάρρος τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα καί φέρνοντάς το στήν ἐκκλησία τό ἔθαψαν ἐκεῖ, ὅπου καί σήμερα βρίσκεται, καί ἀμέσως ἡσύχασε ἡ θάλασσα καί εἰρήνευσε πάλι, ἀφοῦ καθάρισε σάν δούλη τό ἁγιότατο αἷμα τοῦ νεομάρτυρα»(ΑΓ, 129).
<>





«Παρόμοιο ἐπίσης καί ἀξιομνημόνευτο γεγονός συνέβη καί μέ τόν ἁγιασμένο Γέροντα Ἰάκωβο Τσαλίκη, ὅταν στά μέσα σχεδόν τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 κατέβηκε ἅγιος ἄγγελος γιά νά παραλάβη τήν ψυχή του. Τότε, ὅμως, παρενέβη πάραυτα ὁ ὅσιος Δαυΐδ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε στόν ἄγγελο νά ἀναβάλη τούτη τή μετάβασι “ἄχρι καιροῦ”, δηλαδή γιά ὕστερα, σέ μετέπειτα χρόνο. Γιά νά μή φύγη, ὅμως, ὁ ἄγγελος ἄπρακτος καί μέ ἀδειανά τά χέρια πρός τίς οὐράνιες ἀψίδες, παρέλαβε ἀπ᾽ τό μοναστήρι τήν ψυχή μιᾶς γιαγιᾶς προσκυνήτριας πού καθόταν στή βρύση τῆς μονῆς. Τί μεγάλη εὐλογία μιά τέτοια μετάβασι πρός τά αἰώνια, ἐπάνω στά φωτεινά καί γλυκάζοντα χέρια ἑνός ψυχοπομποῦ ἀγγέλου»(ΑΓ, 155).

<>






-Συνομιλήτρια: Δηλαδή Γέροντα, γίνονται πολλά πίσω, που δεν τα πιάνουμε;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ της Αριζόνας: Βεβαίως.
Γι’ αυτό πρέπει από παντού να προσέχουμε.
Προσοχή μεγάλη.
Θα περάσουμε δικαστήριο φοβερό.
-Συνομιλήτρια: Η κόλαση πως είναι;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Πως είναι;
Φρίκη, φρίκη. Ούτε πουλάκι να μην πάει εκεί.
Όπως πνίγονται οι άνθρωποι στη θάλασσα, έτσι πνίγονται στα βάσανα της κόλασης, συντροφιά με τους δαίμονες.
Να προσευχόμαστε για τους νεκρούς.
Είναι μεγάλη ελεημοσύνη.
Η μητέρα μου ήτανε πολύ ενάρετη γυναίκα.
Στα λόγια της στήριζα την παιδική μου ζωή.
Πριν πεθάνει ήτανε δύο χρόνια κατάκοιτη και έλεγε:
«Πάτερ πες τον Θεό να με πάρει. Κουράστηκα».
Αλλά πριν φύγει έδωσε μάχη.
-Συνομιλήτρια: Μάχη με ποιους;
- Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Τους δαίμονες.
-Συνομιλήτρια: Τους βλέπατε;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Ναι, όπως βλέπω τους ανθρώπους.
-Συνομιλήτρια: Ο Αρχάγγελος δεν την βοηθούσε;
Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Ήτανε πίσω από τη πλάτη της.
Είχε υποχωρήσει.
Να πολεμήσει μόνη της, να στεφανωθεί..
Άγιος Γέροντας Εφραιμ Αριζόνας +


<>




Ναταλία Νικολάου: «Ὁ παπποῦς μου Βασίλειος ἦταν Ἕλληνας ἐξόριστος στά χρόνια τῶν διωγμῶν. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν ἀνθρακωρύχος. Κατοικοῦσε στήν πόλι Κούσμπας στό νότιο μέρος τῆς δυτικῆς Σιβηρίας, στή βιομηχανική ζώνη τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως.
Τό 1970, ὅταν ἦταν ἡ βάρδια τοῦ παπποῦ στό ἀνθρακωρυχεῖο τοῦ ἄνθρακα (κάρβουνου) πού ἐργαζόταν, ἔγινε ἰσχυρή ἔκρηξι ἀερίου στούς διαδρόμους πού ἄνοιγαν οἱ ἐργάτες στά στρώματα τοῦ ἄνθρακα, μέ ἀποτέλεσμα νά κλείσουν ὅλοι οἱ διάδρομοι ἀπ᾽ τούς ὄγκους τοῦ ἄνθρακα πού κατέρρευσαν καί νά ἐγκλωβισθῆ βαθιά ὅλη ἡ ὁμάδα.
Ὁ παπποῦς μου ἦταν κρυπτοχριστιανος καί, ὅπως μᾶς ἔλεγε, “ἀκούμπησα τήν καρδιά μου στό Θεό καί τήν Παναγία μας καί μ᾽ ὅση δύναμι εἶχα παρακαλοῦσα γιά τή σωτηρία μας”.
—Παιδιά, ἔλεγε στούς ἐργάτες, ἄν περιμένουμε νά μᾶς βροῦν σκάβοντας, θά χρειασθῆ περίπου ἕνας μῆνας. Θά πεθάνουμε. Προτείνω νά ἀρχίσουμε ἐμεῖς νά σκάβουμε.
—Βασίλη, ἀπό ποῦ νά ἀρχίσουμε;
—Δέν γνωρίζω.
Καί τότε τήν ἀμηχανία μας ἔλυσε ἀπροσδόκητα μιά ἐμφάνισι. Ὁ Ντρουζώκ, ἕνας μικρούλης ἀρουραῖος.
Κάποτε κατέστρεψα, χωρίς νά τό θέλω, μᾶς διηγήθηκε ὁ παπποῦς, μιά φωλιά ἀρουραίων, μητέρα καί 6 μικρά. Ἕνας μικρούλης ἀρουραῖος, βαρειά τραυματισμένος, ἐπιβίωσε καί τόν φρόντισα, δίνοντάς του γάλα καί ψωμί. Ἀπό τότε γίναμε φίλοι.
Ἡ τελευταία, ὅμως, ἐμφάνισί του ἦταν πολύ παράξενη. Ἦλθε δίπλα μας καί ξαφνικά ἀπομακρύνθηκε τρέχοντας. Ἐμφανίσθηκε πάλι καί ξανάφυγε. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε μερικές φορές. Τί ἤθελε νά μᾶς πῆ ὁ Ντρουζώκ; Μήπως νά τόν ἀκολουθήσουμε; Σκεφθήκαμε ὅτι καλύτερα εἶναι νά κινηθοῦμε, παρά νά περιμένουμε ἕνα σίγουρο θάνατο, ἀφοῦ τό μόνο πού εἶχε ὁ καθένας μας ἦταν ἕνα μπουκαλάκι νερό κι ἕνα σάντουιτς.
Ἀποφασίσαμε νά ἀκολουθήσουμε τό μικρό ζῶο. Μᾶς ὁδήγησε σ᾽ ἕνα πολύ χαμηλό καί στενό διάδρομο. Μπροστά ὁ Ντρουζώκ, πίσω ἐμεῖς, ἕνας-ἕνας μέ τήν κοιλιά. Πέρασαν κάποιες ὧρες, ὅταν ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σ᾽ ἕνα συμπαγή τοῖχο ἀπό κάρβουνο.
Λάθος ἔκανε ὁ Ντρουζώκ, σκεφθήκαμε καί ἀποφασίσαμε νά γυρίσουμε πίσω. Μόλις κινηθήκαμε, τό ζῶο μέ τά μικρά του δόντια μοῦ ἅρπαξε τό παντελόνι, συνεχίζει ὁ παπποῦς, σάν νά μᾶς ἔλεγε “μή φύγετε”. Τότε ἕνας ἐργάτης ἄρχισε νά κτυπάη τόν τοῖχο. Ὁ Ντρουζώκ ἡσύχασε, πλησίασε τόν τοῖχο, σάν νά ἤθελε μέ τά μικρά του πόδια νά τόν σπρώξη κι αὐτός. Δουλεύαμε δύο-δύο, ἐναλλάξ. Τό μικρό ζῶο δίπλα μας. Ἔτσι ἐργασθήκαμε πέντε 24ωρα. Κάι τό θαῦμα ἔγινε. Βρεθήκαμε σέ μιά τρύπα πρός τά πάνω. Σωθήκαμε ὅλοι, καί τά 25 ἄτομα. Οἱ οἰκογένειές μας μᾶς περίμεναν μέ ἀγωνία, ἀφοῦ ἤμασταν οἱ μόνοι προστάτες τους.
Μαζί μας καί ὀ μικρός φίλος μας, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε τό δικό του σπιτάκι στόν κῆπο μας καί κατοικοῦσε μαζί μας σάν κατοικίδιο ζῶο. Ὅλοι μας ἀπορούσαμε:
—Πῶς ἀντέξατε, παπποῦ, νηστικοί, διψασμένοι, κατάκοποι τόσες ἡμέρες;
—Ὁ Θεός, παιδιά μου, ἔβαλε στήν καρδιά μας ἕνα θησαυρό, τόσο μεγάλο, τόσο πολύτιμο! Δέν δουλεύαμε γιά νά σωθοῦμε ἐμεῖς, ὁ καθένας μας δηλαδή, ἀλλά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι· ἐμεῖς ἄς πεθαίναμε. Τό ὄνομα τοῦ θησαυροῦ; Ἀγάπη»(περ. Ἡ Δράση μας, τεῦχ. 611, 308).


<>



«Μιά κοπέλλα μισοῦσε τόν ἑαυτό της πού ἦταν τυφλή. Μισοῦσε τόν καθένα, ἐκτός ἀπ᾽ τόν ἀγαπημένο της. Αὐτός ἦταν πάντα ἐκεῖ γι᾽ αὐτή. Τήν ἀγαποῦσε πολύ καί ἦταν πάντα δίπλα της. Τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἄν μποροῦσε νά δῆ τόν κόσμο, τότε θά τόν παντρευόταν! Μιά μέρα κάποιος τῆς δώρισε δύο μάτια καί τότε μπόρεσε νά δῆ τόν κόσμο πού τόσο πολύ ἤθελε. Εἶδε καί τόν ἀγαπημένο της. Ἐκεῖνος τή ρώτησε γεμάτος χαρά:
—Τώρα πού μπορῆς νά δῆς τόν κόσμο, θά μέ παντρευτῆς;
Ἡ κοπέλλα, ὅμως, ἔκπληκτη εἶδε, ὅτι ὁ ἀγαπημένος της ἦταν κι αὐτός τυφλός καί σοκαρισμένη ἀπό αὐτό, ἀρνήθηκε νά τόν παντρευτῆ. Τό ἀγόρι ἔφυγε δακρυσμένο καί μέ πόνο ἀργότερα τῆς ἔστειλε ἕνα γράμμα πού ἔγραφε:
—Ἁπλά σέ παρακαλῶ, νά προσέχης τά μάτια μου...!!!»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Χθές τό βράδυ, ἐπισκέφθηκα μ᾽ ἕνα φίλο κάποιον μοναχό, στό Μοναστήρι του. Ἤμασταν χαρούμενοι γιά τή συνάντησι καί οἱ τρεῖς. Κάναμε τόν Ἐσπερινό καί μετά καθήσαμε στήν ἁπλή τραπεζαρία του γιά τσάι. Τότε ὁ μοναχός μᾶς ἀφηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία: Πρίν ἀπό χρόνια, ὑπῆρχε ἀνομβρία στήν περιοχή τῆς Χαλκίδος καί ὁ Ἐπίσκοπος ἀποφάσισε νά κάνουν δέησι στό Θεό, γιά νά πάψη τό κακό. Κάποια στιγμή, ἀφοῦ διάβασαν οἱ ἱερεῖς τίς εὐχές, ἕνας ἀπό αὐτούς ἀπευθύνθηκε στόν παπά πού εἶχε τή φήμη σαλοῦ.
—Πές κι ἐσύ μιά εὐχή, τοῦ εἶπε χωρίς νά πιστεύη πώς κάτι θά γινόταν μέ τόν ἱδιόρυθμο ρασοφόρο.
—Νά ᾽ναι εὐλογημένο, ἔκανε ὑπάκοή ὁ ἄνθρωπος, πλησίασε στήν εἰκόνα τοῦ Τ. Προδρόμου, ἔσκυψε μπροστά στόν εἰκονιζόμενο καί τοῦ εἶπε:
—Βλάμη, μπουμπούνα το!
Ἀμέσως τότε ἀκούστηκε ἀπ᾽ τά βουνά μιά μεγάλη βροντή κι ἔπειτα ἀπό λίγο ξεκίνησε νά βρέχη»(ΜΛ, 184).

<>




«Συνέβη, ὅμως, κατά τό Θεῖο Βάπτισμα [τοῦ Ἰωάννη, τοῦ μετέπειτα Γέροντος Θεοδοσίου τῆς Βηθανίας (+1991)], τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Ὅταν ὁ ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θείου Βαπτίσματος π. Δημήτριος πῆρε νά χύση τό εὐλογημένο λάδι στήν Ἀγία Κολυμβύθρα, τό λάδι, ἀφοῦ ἀρχικά ἑνώθηκε μέ τό ἁγιασμένο νερό, σχημάτισε παραστατικά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό ἁγιασμένο νερό. Ὅλοι τότε θαύμασαν τοῦτο τό παράδοξο γεγονός.
Τί ἄραγε νά σημαίνει αὐτό;
Τήν ἀπορία τήν ἔλυσε ὁ π. Δημήτριος ὅταν, μετά τή βάπτισι τοῦ Ἰωάννη, ἐναπέθεσε τό νεοφώτιστο στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε ὅλοι τό ἴδιο σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σχηματισμένο στήν πλάτη τοῦ νεοφώτιστου. Ὁ π. Δημήτριος, πού εἶχε τήν τιμή νά βαπτίση τό χαριτωμένο αὐτό βρέφος, δέν εἶχε πιά καμμιά ἀμφιβολία γιά τή σημασία αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος.
Καί εἶπε στή νονά:
“Καλότυχη σύ, γιατί τό παιδί αὐτό τό ὁποῖο κρατᾶς στήν ἀγκαλιά σου θά γίνη ἱερέας”.
Καί ἦταν ἡ πρόρρησι αὐτή τοῦ εὐσεβεστάτου ἱερέα ἀληθινή»(ΓΒ, 18).

<>






«Τήν ἄσκησι αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης τήν γνώριζαν οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς καί συνέβαλλαν κι αὐτές. Ὡστόσο ὑπῆρχαν καί φορές πού δέν τή γνώριζαν. Ἦταν τότε πού ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Βηθανίας (+1991) πίστευε ὅτι οἱ ἀδελφές θά τοῦ ἔφερναν ἀντίρρησι καί θά τοῦ στέκονταν ἐμπόδιο. Ἔτσι, ἀναφέρουν οἱ ἴδιες οἱ ἀδελφές, ὅταν ὁ Γέροντας εἶχε αὐτή τή σκέψι, ἀσκοῦσε τήν ἐλεημοσύνη κρυφά. Μάλιστα μιά φορά ἀδελφή τῆς Μονῆς ἐντόπισε μέσα στή ντουλάπα του ἕνα μικρό δοχεῖο λάδι, τό ὁποῖο τήν ἑπόμενη ἡμέρα, κρατώντας το μέσα στό ράσο του ὁ Γέροντας, τό πῆρε καί τό ἔδωσε ἐλεημοσύνη σέ φτωχή οἰκογένεια τῆς Βηθανίας»(ΓΒ, 183).

<>





«Τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νεαπόλεως καί Σαμαρείας κ.κ. Ἀμβροσίου.
“... Ἕνα ἀπ᾽ τά θαύματα ἔγινε σέ ἐμένα προσωπικά, ὡς ἑξῆς: ... Ἐπισκέφθηκα τόν προσωπικό μου ἰατρό, ὁ ὁποῖος μοῦ συνέστησε νά κάνω ἰατρικές ἐξετάσεις καί ὑπέρηχο. Ἡ διάγνωσι ἦταν ὅτι εἶχα προστάτη σέ προχωρημένη κατάστασι. Ἦταν ἡμέρα Τρίτη, ὅταν πῆρα τά ἀποτελέσματα. Φυσικά ἤμουν πολύ στενοχωρημένος. Μοῦ ἔκλεισαν ραντεβοῦ γιά τήν ἐρχόμενη Δευτέρα νά κάνω κάτι συμπληρωματικές ἐξετάσεις καί νά μπῶ δι᾽ ἐγχείρισι.
Τήν Πέμπτη μέ κάλεσαν νά πάω γιά λειτουργία στή Βηθανία, διότι δέν εἶχαν ἱερέα. Βέβαια, στό μεταξύ παρακαλοῦσα στόν Πανάγιο Τάφο νά μέ ἀπαλλάξη ἀπό αὐτή τήν ταλαιπωρία, ἰδιαιτέρως κατά τή λειτουργία ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Προσευχόμουν καί στήν Παναγία καί στούς ἄλλους Ἁγίους. Ξεχωριστά παρακάλεσα τόν π. Θεοδόσιο τῆς Βηθανίας νά πρεσβεύη γιά τό αἴτημά μου πρός τόν Κύριο. Κατά τό διάστημα τῆς Θ. Λειτουργίας ἱδρώνω πάρα πολύ, ὥστε νά μουσκέψη ἀκόμη καί τό ἀντερί μου. Ἔτσι ἔγινε καί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἐξήλθαμε ἀπ᾽ τόν Ναό καί καθήσαμε ἀπέναντι ἀπ᾽ τόν τάφο τοῦ π. Θεοδοσίου νά πάρουμε πρωϊνό. Βλέποντάς με ἔτσι μουσκεμένο οἱ μοναχές μοῦ εἴπανε:
—Σεβασμιώτατε, βγάλτε τό πουκάμισό σας καί τό ἀντερί νά τά πλένουμε, διότι ἔτσι θά κρυώσετε.
Τούς εἶπα:
—Δέν ἔχω ἄλλα νά φορέσω.
Ἡ ἀπάντησι ἦταν:
—Θά σᾶς δώσουμε νά φορέσετε τοῦ Γέροντα, μέχρι νά στεγνώσουν τά δικά σας.
Χάρηκα ἰδιαιτέρως καί ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπαν.
Μετά τό πρωϊνό, κι ἐνῶ εἶχα φορέσει τό ἀντερί τοῦ Γέροντα, πλησίασα τόν τάφο του καί τόν προσκύνησα. Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα στά σπλάχνα μου, σάν νά εἶχα μία φιάλη γεμάτη νερό, πού —ὅταν ἀνοίξουν ἀπό κάτω τήν κάνουλα— τό νερό τρέχει πρός τά κάτω. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφθασε αὐτή ἡ κίνησι κάτω ἀπ᾽ τά γόνατά μου καί σταμάτησε ἀμέσως. Κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας ἐπενέβη δραστικά μέ τήν προσευχή του στό Θεό. Δέν εἶπα σέ κανένα τίποτε. Περίμενα, ὅμως, ἐναγωνίως νά πάω στό γιατρό, νά κάνω τήν ἐξέτασι καί νά πάρω τήν ἀπάντησι, πού ἦταν ἡ ἑξῆς:
—Πάτερ μου, δέν ὑπάρχει προστάτης. Ἐξελίσσεται φυσιολογικά γιά τήν ἡλικία σας. Πηγαίνετε νά κάνετε τό ταξίδι στήν πατρίδα σας καί καλή διαμονή.
Ἔτσι ἀπηλλάγην”»(ΓΒ, 217).

<>






«Ἕνας ἐρημίτης, βρῆκε καταφύγιο στό βουνό γιά νά διαλογιστῆ καί νά προσευχηθῆ.
Τόν ἔβλεπαν συχνά πολύ ἀπασχολημένο.
Μιά μέρα, κάποιος τόν ρώτησε:
—Πῶς γίνεται νά ἔχης τόση δουλειά ἀφοῦ ζῆς στή μοναξιά;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Ἔχω ἀρκετά πράγματα νά κάνω.Ἐκπαιδεύω δύο γεράκια, ἐκπαιδεύω δύο ἀετούς, ἠρεμῶ δύο κουνέλια, πειθαρχῶ ἕνα φίδι, παρακινῶ ἕνα γάιδαρο καί δαμάζω ἕνα λιοντάρι.
—Μά δέν βλέπω κανένα ζώο ἐδῶ γύρω, πού εἶναι;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Αὐτά τά ζῶα τά κουβαλάμε ὅλα, ὅλοι, μέσα μας. Τά δύο γεράκια, ρίχνουν τόν ἑαυτό τους πάνω ἀπό ὅ,τι τούς παρουσιάζεται, καλό ἤ κακό, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά ρίξουν τόν ἑαυτό τους σέ καλά πράγματα: Εἶναι τά μάτια μου.
Οἱ δύο ἀετοί μέ τά νύχια τούς πονᾶνε καί καταστρέφουν, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά τεθοῦν σέ ὑπηρεσία καί νά βοηθήσουν χωρίς νά βλάψουν: Εἶναι τά χέρια μου.
Τα κουνέλια θέλουν νά πᾶνε ὅπου θέλουν, θέλουν νά ἀποφύγουν δύσκολες καταστάσεις, πρέπει νά τούς μάθω νά εἶναι ἤρεμα ἀκόμα καί ἄν ὑπάρχουν βάσανα, προβλήματα ἤ οτιδήποτε δέν μοῦ ἀρέσει: Εἶναι τά πόδια μου.
Τό πιό δύσκολο πράγμα εἶναι νά παρακολουθῆς τό φίδι, εἶναι κλειδωμένο σ᾽ ἕνα δυνατό κλουβί, ἀλλά εἶναι πάντα ἕτοιμο νά ἐπιτεθῆ, νά δαγκώση καί νά τοποθετήση τό δηλητήριό του σέ ὅποιον εἶναι κοντά, ὁπότε πρέπει νά τό πειθαρχήσω: Είναι ἡ γλῶσσα μου.
Ὁ γάιδαρος εἶναι πεισματάρης, δέν θέλει νά κάνη τό καθήκον του, εἶναι πάντα κουρασμένος καί ἀρνεῖται νά κουβαλήση τό βάρος του: Εἶναι τό σῶμα μου. 
Καί τέλος, πρέπει νά δαμάσω τό λιοντάρι, θέλει νά γίνη ὁ βασιλιάς, εἶναι ψηλά καί πάντα θέλει νά εἶναι ὁ πρῶτος, εἶναι ματαιόδοξος, εἶναι περήφανος, νομίζει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος: Εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μου.
Ὅπως βλέπεις, ἔχω νά κάνω»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).


<>





«Ὁ παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε στόν π. Εὐάγγελο Παπανικολάου, καί πρίν καί μετά τήν χειροτονία τοῦ π. Εὐαγγέλου:
“Η δουλειά τοῦ παπᾶ εἶναι νά διαβάζη ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, εἰδικά τῶν κεκοιμημένων.
Οἱ ζωντανοί ὅλο καί κάποιον θά βροῦν νά τοῦ ποῦν τόν πόνο τους, ὅλο καί κάποιος θά τούς στηρίξη ἔστω λίγο.
Στήν ἄλλη ζωή ὄλοι εἶναι ἐν μετανοίᾳ, ἀλλά δέν μπορούν οἱ ἴδιοι νά κάνουν τίποτε.
Δουλειά τοῦ παπᾶ, εἶναι νά μνημονεύη ὀνόματα κεκοιμημένων στήν Προσκομιδή”.
“Μια φορά”, ἔλεγε ὁ παπά-Ἐφραίμ, “κοιμήθηκε ἕνα καλογέρι μου.
Εἶδα κατόπιν ὄτι τό καλογέρι δέν εἶχε πάει σέ καλό μέρος...
Ἔκανα, λοιπόν, μεγάλη προσευχή γιά τήν ψυχή τοῦ καλογεριοῦ μου.
Τό βράδυ ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί μοῦ λέει:
—Σταμάτα νά προσεύχεσαι γιά τό καλογέρι σου, γιατί αὐτός ἔχει τελειώσει.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ, τίποτε.
Συνέχιζε ἀκάθεκτος τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια καί τή μνημόνευσι τοῦ καλογεριοῦ τοῦ στήν Προσκομιδή.
Τοῦ ἐμφανίζεται ξανά ὁ Χριστός μας καί τοῦ λέει:
—Σέ παρακαλῶ, σταμάτα νά τόν μνημονεύης. Αὐτός δέν θά ἀλλάξη μέρος.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ συνέχιζε τήν προσευχή γιά τό καλογέρι, τοῦ ὀποίου ἡ ψυχή δέν εἶχε πάει στόν Παράδεισο.
Ἔρχεται ὁ Χριστός μας γιά τρίτη φορά στόν παπα-Εφραίμ καί τοῦ λέει:
—Σ᾽ ἀγαπῶ, γιατί μοῦ μοιάζεις! Τό καλογέρι σοῦ δέν ἀξίζει ὅ,τι ζητᾶς, ἀλλά θά γίνη, ἐπειδή μοῦ μοιάζεις!”(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/12/blog-post_59.html).




<>




«Λίγο πρίν ἀπ᾽ τό Πάσχα, ἔφτασε ἡ ὥρα νά διδάξη τό 6ο κεφάλαιο, τῆς ἀναπαραγωγῆς. 
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα ἔπρεπε νά ἐπεξεργαστοῦν σέ ὀμάδες τή σχετική δραστηριότητα ἀπ᾽ τό Τετράδιο Ἐργασιῶν, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν παντελῶς ἀπροετοίμαστος. 
Εἶχε γράψει τρία διαφορετικά σχέδια μαθήματος καί τά ἀπέρριψε ὄλα. 
Μπῆκε στήν τάξι μέ τήν ἀγωνία ἑνός νεοδιόριστου καί τή λαχτάρα τοῦ γονιοῦ ἀπέναντι στίς δεκαεπτά ψυχοῦλες πού εἶχε μπροστά του.
—Παιδιά μου, εἶπε διστακτικά, ἔχετε ἀκούσει φαντάζομαι γιά τήν ἔκτρωσι ἤ ἄμβλωσι. Ξέρει κάποιος νά μᾶς πῆ τί ἀκριβῶς γίνεται;
Καμμιά δεκαριά χέρια σηκώθηκαν. 
Εἰπώθηκαν πολλά. 
Τό θέμα εἶχε τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν. Ἄλλοι σχολίαζαν δυνατά, ἄλλοι περίμεναν ὑπομονετικά νά τούς δώση τό λόγο κι ἄλλοι κουβέντιαζαν σιγά.
—Γιατί ἄραγε οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στήν ἄμβλωσι;, τούς εἶπε. 
Χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι, συνέχισε τά ἐρωτήματα.
—Εἶναι ἡ μόνη λύσι στά ἀδιέξοδα πού προκύπτουν; Τα ἄρρωστα παιδιά ἔχουν δικαίωμα νά ζήσουν; Ἄν ἡ μητέρα τοῦ Μπετόβεν ἐπέλεγε τήν ἄμβλωσι ὠς τή μόνη λύσι, τί θά ἔχανε ἡ ἀνθρωπότητα;
Σέ λίγη ὥρα ἡ συζήτησι εἶχε ἀνάψει γιά τά καλά καί τό σχέδιο μαθήματος εἶχε πάει περίπατο. 
Χωρίς νά τό πολυκαταλάβη, μπῆκε καί σ᾽ ἄλλα χωράφια. 
Τούς μίλησε γιά τήν ἱερή στιγμή τῆς συλλήψεως καί τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία γιά νά ἐξηγήση στά παιδιά πού τόν ἄκουγαν ἀμίλητα, πώς κάποια πράγματα πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀντισύλληψι, κάθε ἄλλο παρά ἀντισύλληψι εἶναι.
Τό κουδούνι χτύπησε γιά διάλειμμα, ἀλλά κανένας μαθητής δέν κουνήθηκε. 
Ἡ συζήτησι συνεχίστηκε. 
Τούς μίλησε καί γιά τό Σύλλογο πού συμπαραστέκεται στά κορίτσια πού ἔχουν ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη. 
Εἶπαν πολλά. 
Οἱ μαθητές τόν διέκοπταν συνέχεια μέ ἐρωτήσεις καί ἀπορίες. 
Μόνο ὅταν μπῆκε ὁ φιλόλογος γιά τήν ἑπόμενη διδακτική ὥρα συνειδητοποίησαν ὄτι ἔπρεπε νά σταματήσουν.
Τήν ἄλλη χρονιά δέν δίδαξε Βιολογία. 
Τήν ζήτησε ἄλλος συνάδελφος. 
Τό ἴδιο ἔγινε καί τίς ἑπόμενες χρονιές. 
Κάποιο ἀπό τά ἑπόμενα καλοκαίρια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπ᾽ τίς διακοπές, παραξενεύτηκε ὅταν βρῆκε ἑπτά μηνύματα στόν τηλεφωνητή. 
—Κύριε, ἡ Κατερίνα Δ. εἶμαι. Μέ θυμᾶστε; Μᾶς κάνατε Βιολογία στήν Α´ Γυμνασίου. Σᾶς παρακαλῶ πᾶρτε με τηλέφωνο στό 210... Εἶναι ἀνάγκη.
Ἄκουσε καί τά ὑπόλοιπα μηνύματα, ὅλα σχεδόν μέ τό ἴδιο περιεχόμενο καί ὅλα ἀπ᾽ τήν Κατερίνα.
“Τι νά τῆς συμβαίνει ἄραγε;”, σκεφτόταν ὅση ὥρα πληκτρολογοῦσε τόν ἀριθμό. 
Ἔμεινε ἄφωνος μέ τά νέα πού ἔμαθε ἀπ᾽ τήν Κατερίνα. 
Ἡ Ἐβελίνα, ἕνα ὄμορφο καί ζωηρό κορίτσι ἀπ᾽ τήν τάξι τους εἶχε δεσμό μέ τό Διαμαντή, ἕνα ἀγόρι ἀρκετά μεγαλύτερο, πού ἦταν φαντάρος. 
Ὅταν ἡ Ἐβελίνα κατάλαβε πώς κυοφοροῦσε τό παιδί τους καί τό ἐκμυστηρεύτηκε στή μητέρα της, ἐκείνη τήν ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι. 
Τή μάζεψε εὐτυχῶς ἡ μητέρα τοῦ ἀγοριοῦ. 
Ἔπρεπε, ὅμως, νά ἀποφασίσουν τί θά γίνη ἀπό κεῖ καί πέρα. 
Ἡ μητέρα τοῦ Διαμαντῆ συμπαθοῦσε πολύ τήν Ἐβελίνα. 
Τούς πρότεινε νά παντρευτοῦν καί τούς ὑποσχέθηκε ὄτι θά ἔμεναν σπίτι της ὄσο καιρό χρειαζόταν. 
Δέν ἤθελε ἐπ᾽ ὀυδενί νά διακόψουν τήν κύησι. 
Ἡ Ἐβελίνα, ὄμως, ἦταν 17 ἐτῶν, δηλαδή ἀνήλικη. 
Καί δέν μποροῦσε νά παντρευτῆ. 
Ἐπιπλέον τά οἰκονομικά τῆς οἰκογένειας τοῦ Διαμαντῆ ἦταν δύσκολα.
Τότε ἡ Κατερίνα θυμήθηκε τό μάθημα τῆς Βιολογίας πού ἔκαναν στήν Α´ Γυμνασίου καί τό Σύλλογο πού τούς εἶχε πει ὁ καθηγητής τους. 
Ἔψαξαν νά τόν βροῦν στό τηλέφωνο. Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀπαντοῦσε. 
Χωρίς νά χάσουν καιρό, ἀναζήτησαν πληροφορίες στό internet, στήν ἀρχή στά τυφλά καί χωρίς ἐλπίδα. Τελικά τά κατάφεραν. 
Ἐπισκέφθηκαν μαζί μέ τήν Ἐβελίνα τό Σύλλογο. 
Ἡ κοπέλλα πού τούς ὑποδέχθηκε, χειρίστηκε τό θέμα μέ πολλή σύνεσι καί λεπτότητα. 
Ἡ μητέρα τῆς Ἐβελίνας, ὄμως, ἦταν ἀνένδοτη. Τότε μπῆκε σέ ἐφαρμογή τό plan B. 
Ὁ εἰσαγγελέας ἀνηλίκων ἔδωσε, ἀντί τῶν γονέων, τήν συγκατάθεσι γιά νά γίνη ὁ γάμος. 
Κουμπάροι ἦταν ὅλη ἡ τάξι! 
Καί ἐκλεκτός προσκεκλημένος ὁ καθηγητής τῆς Βιολογίας στό Γυμνάσιο.
Ἀνόρεχτα ἄνοιξε τόν ὑπολογιστή του ὁ συνταξιοῦχος καθηγητής τῶν Φυσικῶν ἐπιστημῶν γιά νά διαβάση καμμιά εἶδησι. 
Ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα μπῆκε στό facebook. 
Ἔχει καιρό τώρα πού ἄνοιξε λογαριασμό. 
Ἡ γυναῖκα του τόν κοροϊδεύει. 
—Μόνο τά πιτσιρίκια ἔχουνε facebook. 
—Καί ὅσοι αἰσθάνονται ἀκόμα πιτσιρίκια, τῆς ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. 
Πάντα ἤθελε νά συμπορεύεται μέ τή νέα γενιά. 
Ὄχι γιά νά τό παίζη νέος καί in. 
Ἤθελε μόνο νά ξέρη πῶς σκέφτονται, πῶς λειτουργοῦν.
Πληκτρολόγησε τόν κωδικό καί μπῆκε στό λογαριασμό του. 
Εἶχε 92 likes στήν τελευταία του ἀνάρτησι. “Τό ψηφιακό ναρκωτικό πού τρέφει τό ναρκισσισμό μας”, σκέφτηκε καί... οὔπς, εἶδε ἕνα αἴτημα φιλίας. 
Ἔκανε κλίκ στό διπλό προσωπάκι καί διάβασε: Ἡ Evln Ppd σᾶς ἔκανε αἴτημα φιλίας. 
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό Evln Ppd; Εἶχε ὡς ἀρχή νά μήν κάνει διαδικτυακούς φίλους πρόσωπα πού δέν τά ἤξερε καί στήν πραγματική ζωή. Διέγραψε τό αἴτημα φιλίας καί τότε πρόσεξε πώς εἶχε καί ἕνα αἴτημα στό messenger ἀπ᾽ τήν Evln Ppd. 
Τό ἄνοιξε. 
“Κύριε, μέ θυμάστε; Ἡ Ἐβελίνα Παπαδοπούλου εἶμαι. Τί κάνετε; Πολύ χάρηκα ὅταν εἶδα τό ὄνομά σας στό fb. Εἶστε ἀκόμα στό σχολεῖο; Ἐμεῖς μένουμε οἰκογενειακῶς στήν Κρήτη. Ὁ Διαμαντής ἔχει ἀνοίξει μία βιοτεχνία μέ γαλακτοκομικά προϊόντα καί πᾶμε πολύ καλά. Ἐγώ κύριε, ὅταν τό μωρό μας ἔγινε δύο ἐτῶν, πῆγα ξανά σχολείο. Ἔδωσα Πανελλήνιες καί πέρασα στό ΤΕΙ, Χημεία Τροφίμων. Πήρα δίπλωμα καί βοηθῶ τό Διαμαντή στό μαγαζί. Κάναμε ἀκόμα ἕνα παιδάκι καί... περιμένω τρίτο. Κύριε, δέν θά ξεχάσω ὅ,τι κάνατε γιά μας. Σᾶς περιμένουμε στήν Κρήτη νά ἔλθετε μέ τήν οἰκογένειά σας”.
—Πέτρο, μήπως ξέρεις πώς βρίσκουμε διαγραμμένα αἰτήματα φιλίας;, φώναξε στό γυιό του.
—Τί τά θές τά social media, ἀφού δέν τό ᾽χεις; ἀπάντησε βαριεστημένα ὁ γυιός.
Δέν περίμενε ἄλλο. 
Ἔκανε κλίκ στό πλαίσιο τῆς ἀναζητήσεως καί πληκτρολόγησε Evln Ppd. 
Τή βρῆκε, ἔκανε δεκτό τό αἴτημα φιλίας καί μπῆκε στόν “τοῖχο” της. 
Διάβασε τήν πιό πρόσφατη ἀνάρτησί της. Μιλοῦσε γιά τά ὑπέροχα συναισθήματα τῆς μανούλας πού κυοφορῆ. 
Αὐτόματα πῆγε νά κάνη κλίκ στό like. 
Στάθηκε σκεφτικός. 
Τί κρίμα! 
Αὐτό τό φτωχό μπλέ εἰκονίδιο μέ τόν ἀνασηκωμένο ἀντίχειρα δέν χωράει ὅλα ὅσα αἰσθανόταν γιά τήν Ἐβελίνα καί τά ἑκατοντάδες παιδιά πού ὁ Θεός ἔβαλε στό δρόμο του. 
“Τά reactions θέλουν ἐπειγόντως update”, μουρμούρισε.
Ὁ γυιός, πού ἔτυχε νά περνάη δίπλα του, τό ἄκουσε καί κοντοστάθηκε ἔκπληκτος. 
Μάταια προσπαθοῦσε νά καταλάβη τί εἶχε στό μυαλό του ὁ πατέρας ...
Κρ. Π.
Πηγή: Ἀμφοτεροδέξιος»(http://miteriko.blogspot.com/2018/10/blog-post_18.html).


<>




«Παγανιστές ὁδήγησαν τόν Ἅγ. Sven τῆς Arboga τῆς Σουηδίας (+10ος αἰ.) βαθιά σ᾽ ἕνα ἄλσος, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ὁ χώρος λατρείας τους, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα νότια τοῦ ποταμού Arbogaån καί τόν σκότωσαν διά λιθοβολισμοῦ. Στό σημεῖο ὅπου ἔπεσε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί τό αἷμα του πότισε τή γῆ, ξεπήδησε θαυματουργικά μία πηγή ἡ ὁποῖα σχημάτισε μιά λίμνη...
Ἡ πηγή, ἡ ὁποῖα ξεπήδησε ὅταν ὁ Ἅγ. Sven ἔπεσε στό ἔδαφος καί σχημάτισε μιά μικρή λίμνη ὅπου ὑπῆρχαν καί ψάρια, χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα γιά νά τροφοδοτήση μέ νερό τήν πόλι μέχρι τό 1930»(https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/24.html).



<>









Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό νά ξέρης νά μιλάς εἶναι σπάνιο, τό νά ξέρης νά σιωπᾶς εἶναι σοφία, τό νά ξέρης νά ἀκοῦς εἶναι δῶρο.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό πρόβλημα μέ τήν ἀνατροφή μας εἶναι ὅτι ὅλοι μᾶς διδάσκουν πῶς νά παίρνουμε πράγματα καί κανείς δέν μᾶς διδάσκει πῶς νά τά παρατᾶμε.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν ἕνα ταξίδι τραίνου μέ τούς σταθμούς του, τίς ἀλλαγές, τά ἴχνη, τά ἀτυχήματά του. Ὅταν γεννιόμαστε μπαίνουμε στό τραῖνο καί βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς γονεῖς μας καί πιστεύουμε ὅτι πάντα θά ταξιδεύουν στό πλευρό μας, ἀλλά σέ κάποιο σταθμό θά κατέβουν...
Μέ τόν ἴδιο τρόπο στό τραῖνο μας θά υπάρχουν καί ἄλλοι σημαντικοί ἄνθρωποι: τά ἀδέρφια μας, οἱ φίλοι, τά παιδιά καί ἐπίσης ἡ ἀγάπη τῆς ζωής μας.
Πολλοί θά κατέβουν καί θά ἀφήσουν ἕνα μόνιμο κενό... ἄλλοι θά περάσουν ἀπαρατήρητοι!
Αὐτό τό ταξίδι θά εἶναι πλούσιο στίς χαρές, τίς λύπες, τίς φαντασιώσεις, τίς προσδοκίες καί τούς χαιρετισμούς. Ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ συνίσταται στό νά ἔχουμε μιά καλή σχέσι μέ ὄλους τούς ἐπιβάτες, μέ τό νά δίνουμε τόν καλύτερο ἑαυτό μας.
Τό μεγάλο μυστήριο εἶναι ὅτι δέν ξέρουμε σέ ποιό σταθμό θά πᾶμε κάτω, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν καλύτερο τρόπο, μέ ἀγάπη, συγχώρεσι, προσφορά, ἔτσι ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νά ἀφήσουμε καλές ἀναμνήσεις στούς ἄλλους ἐπιβάτες.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά κάνης ἐχθρούς δέν χρειάζεται νά κηρύξης πόλεμο, πρέπει μόνο νά πῆς τήν ἀλήθεια.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ συγχώρεσι πέφτει σάν ἐλαφριά βροχή ἀπ᾽ τόν οὐρανό στή γῆ. Εἶναι δύο φορές εὐλογημένη· εὐλογεῖ ἐκεῖνον πού τήν δίνει καί ἐκεῖνον πού τήν παίρνει.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Πώς ο πατέρας Ανανίας Κουστένης (+2021), σώζει ομογενή από τήν ΤΡΑΓΩΔΙΑ των Διδύμων Πύργων στήν Νέα Υόρκη το 2001

Κάποιος νεαρός ομογενής από τις ΗΠΑ επισκέφθηκε το 2001 την Ελλάδα. Ο πατέρας του του είπε, πριν επιστρέψει, να επισκεφθεί οπωσδήποτε τον π. Ανανία Κουστένη και να πάρει την ευχή του.  Εκείνος δυσανασχετούσε, αλλά ο πατέρας του επέμενε …

Τελικά επισκέφθηκε τον π. Ανανία στο κελλί του, πήρε την ευχή του και φεύγοντας του είπε ο π. Ανανίας:

 «Πάρε αυτό σαν ευλογία». 

Και του έδωσε την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου του Μαγείρου (εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου).

Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, έχοντας πάνω του την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου, ξεκίνησε να πάει στη δουλειά του που ήταν στους γνωστούς Δίδυμους Πύργους. 

Καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, αυτή δεν άνοιγε με τίποτα! Εκείνος επέμενε γιατί είχε αργήσει, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τότε τηλεφώνησε στήν δουλειά του και είπε το πρόβλημά του, λέγοντας ότι θα καθυστερήσει μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.

Μετά από λίγο έγινε το γνωστό τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και ο ομογενής αυτός σώθηκε από Θαύμα. 

Έκτοτε δοξάζει τον Θεό και ευχαριστεί τον Άγιο Ευφρόσυνο, όπως και τον π. Ανανία …


<>






Μια γυναίκα η οποία λεγόταν Ελένη Δαβαρία η οποία κατοικούσε στην Παροικιά της Πάρου ανέβαινε συχνά στην Μονή και έκανε διάφορες δουλειές στις αδελφές της Μονής.

Μίαν ημέρα της λέει ο όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω:
– Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;
– Όχι, δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν άρτον, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη.
– Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο.
– Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει.
– Άκουσε τέκνον, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και σε και τα ολίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κανένα φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κανένα ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκην ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου.
– Ευχαρίστως Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή.

Βάζοντας μετάνοια και αναχωρώντας από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ άρτους τους οποίους της είχαν δώσει.

Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή, περίπου 500 μέτρα, συναντά τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα.

Η Ελένη, αμέσως, έβγαλε έναν άρτο από το ταγάρι της και του τον έδωσε με πολλή προθυμία.

Όταν προχώρησε άλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ενός ψαρά που μάζευε χόρτα, καθώς ο σύζυγός της είχε τέσσερις μέρες να πιάσει ψάρια, όπως έμαθε η Ελένη αφού την ρώτησε.

Τότε, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.

Όταν έφθασε στην Παροικιά, βλέπει ένα παιδί το οποίο ήταν τεσσάρων χρονών να κλαίει, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί. Βλέπει και την μητέρα του παιδιού που στεκόταν μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, η οποία προσευχόταν και έκλαιγε.

Παίρνει τότε έναν άρτο και τον δίνει στο παιδί.

Η Ελένη, όταν έφθασε στο σπίτι της έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα και βλέπει ότι οι άρτοι, αντί να ήταν τέσσερις, δεν λιγόστεψαν, έμειναν οκτώ.

Θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, επέστρεψε αμέσως συγκινημένη στην Μονή και με δάκρυα στα μάτια έπεσε γονατιστή στα πόδια του οσίου Αρσενίου και του διηγήθηκε το θαύμα, ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο.

 Από το βιβλίο του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Φιλοθέου Ζερβάκου, «Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος», έκδοση έκτη, της Ιεράς Μονής Χριστού Δάσους, Πάρος 1996

<>









«Ἕνα πολύ βροχερό καλοκαίρι ὁ μεγάλος Ἅγ. Nathalan Ἐπίσκοπος τοῦ Tullich τῆς Σκωτίας (+678), στήν ἀδυναμία μιᾶς στιγμῆς, καταράστηκε τή βροχή ἡ ὁποία ἐμπόδιζε τήν συγκομιδή. Ἀμεσώς μετανόησε καί ὡς πράξι μετάνοιας γιά τή μεγάλη ἁμαρτία του πού καταράστηκε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἔβαλε ἀλυσσίδες μέ λουκέτο στό δεξί του χέρι καί στό δεξί πόδι του, πέταξε τό κλειδί στόν ποταμό Dee καί ἀλυσσοδεμένος ξεκίνησε μέ τά πόδια νά πάη στή Ρώμη γιά νά ζητήση συγχώρεσι.
Ὅταν ἔφτασε στή Ρώμη κάθισε γιά δεῖπνο καί ὅταν ἔκοψαν στή μέση ἕνα μεγάλο μαγειρεμένο ψάρι βρῆκε τό κλειδί τῶν ἀλυσσιδῶν του τό ὁποῖο εἶχε ρίξει στόν ποταμό Dee πολλούς μῆνες προηγουμένως.
Ὁ Ἅγ. Nathalan κοιμήθηκε ὁσιακά τό 678 καί τιμᾶται ὡς ἕνας ἀπ᾽ τούς Ἰσαποστόλους τῆς Σκωτίας»(https://journeytothelandscapesofyourheart.blogspot.com/2021/12/nathalan-tullich-678-greek-flowers.html).



<>




«Ὁ Ἅγ. Rumwold (†662) ἦταν ἕνα ἅγιο βρέφος στήν Ἀγγλία τό ὀποῖο ἔζησε γιά τρεῖς ἡμέρες τό 662. Λέγεται πώς ἦταν θαυματουργικά γεμάτος ἀπό Χριστιανική εὐλάβεια παρότι ἦταν μόνο ἕνα βρέφος. Μποροῦσε νά μιλάη ἀπ᾽ τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς του. Προφήτευσε πώς θά πέθαινε σύντομα, ζήτησε νά βαπτιστῆ καί ἔκανε ἕνα κήρυγμα πρίν ἀπ᾽ τό θάνατό του. Πολλές ἐκκλησίες ἦταν ἀφιερωμένες σέ αὐτόν καί ἕξι ἀπό αὐτές ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. 
Στό βίο του, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold περιγράφεται σάν μία εὐλαβής Χριστιανή ἡ ὁποία, ὅταν παντρεύτηκε ἕνα παγανιστή βασιλιά, τοῦ εἶπε πώς δέν θά κάνη παιδί μαζί του ἄν δέν βαπτιστῆ Χριστιανός. Αὐτός βαπτίστηκε καί ἔπειτα ἡ μητέρα τοῦ Rumwold ἔμεινε ἔγκυος. Κάποτε τούς κάλεσε ὁ βασιλιάς Penda νά πᾶνε νά τόν ἐπισκεφτούν, ὅμως, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold γέννησε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ καί τό μωρό μόλις γεννήθηκε φώναξε: “Εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός!”. Ἔπειτα ζήτησε νά βαπτιστῆ καί νά ὀνομαστῆ Rumwold καί μετά ἔκανε ἕνα κήρυγμα. Προφήτεψε τό θάνατό του καί εἶπε ποῦ ἐπιθυμοῦσε νά θαφτῆ τό σῶμα του, στό Buckingham»(https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2017/04/rumwold.html).




<>




«Πώς ὁ Ἅγ. Aidan Ἐπίσκοπος τῆς Νήσου Lindisfarne τῆς Ἀγγλίας (+651), με τήν προσευχή του, ἔσωσε τήν βασιλική πόλι ὅταν τήν πυρπόλησε ὁ ἐχθρός (πρίν ἀπ᾽ τό 651).
Ἀκόμη ἕνα ἀξιοσημείωτο θαύμα τοῦ ἴδιου πατέρα ἀναφέρεται ἀπό πολλούς οἱ ὀποῖοι φαίνεται πώς γνωρίζουν γι᾽ αὐτό τό γεγονός. Γιατί τόν καιρό πού ἦταν Ἐπίσκοπος (ὁ Ἅγ. Aidan), ὁ ἐχθρικός στρατός τῶν ἀνθρώπων τῆς Mercia, ὑπό τίς διαταγές τοῦ Penda, μέ βιαιότητα λεηλάτησε τή γῆ τῆς Northumbria σέ κάθε σημεῖο, μέχρι καί τήν βασιλική πόλι ἡ ὁποῖα πῆρε τό ὄνομά της ἀπ᾽ τήν Bebba, ἡ ὁποῖα ἦταν προηγουμένως βασίλισσα ἐκεί. Ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τήν κατακτήση μέ πολιορκία, ἀποφάσισε νά τήν πυρπολήση. Ἀφοῦ κατέστρεψε ὅλα τά χωριά πού βρισκόντουσαν κοντά στήν πόλι, ἔφερε ἐκεῖ μία μεγάλη ποσότητα ἀπό δοκάρια, ξύλινα χωρίσματα, βέργες καί ἄχυρα μέ τά ὁποῖα περικύκλωσε τόν τόπο σέ μεγάλο ὕψος καί ὅταν εἶδε πώς ὁ ἄνεμος ἦταν κατάλληλος ἔβαλε φωτιά σέ αὐτά καί ἐπιχείρησε νά κάψη τήν πόλι. 
Εκεῖνο τόν καιρό, ὁ σεβάσμιος Ἐπίσκοπος Ἅγ. Aidan κατοικοῦσε στή Νήσο Farne, ἡ ὁποῖα βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια μακρυά ἀπό τήν πόλι, καθώς ἐπιθυμοῦσε νά πηγαίνη συχνά ἐκεῖ γιά νά ἀπομονωθῆ καί νά προσευχηθῆ στήν ἡσυχία. Καί πράγματι, αὐτή ἡ ἀπομονωμένη κατοικία του ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα στό νησί. Ὅταν εἶδε τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς καί τόν καπνό ὁ ὁποῖος παρασερνόταν ἀπ᾽ τόν ἄνεμο καί ἀνέβαινε πάνω ἀπ᾽ τά τείχη τῆς πόλεως, λέγεται πώς ὕψωσε τά μάτια του καί τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε μέ δάκρυα: “Δές, Κύριε, τί μεγάλο κακό ἔκανε ὁ Penda!”. Αὐτές τίς λέξεις τίς πρόφερε μέ δυσκολία, ὅταν ὁ ἄνεμος ἀμέσως πνέοντας ἀπ᾽ τήν πόλι, ὁδήγησε πίσω τή φωτιά ἐπάνω σέ αὐτούς πού τήν εἶχαν ἀνάψει, μέ ἀποτέλεσμα νά πληγωθοῦν κάποιοι καί ὅλοι φοβισμένοι δέν ἐπιχείρησαν νά στραφοῦν ξανά ἐνάντια στήν πόλι τήν ὁποῖα προστάτευε τό χέρι τοῦ Θεοῦ.
Bede's Ecclesiastical History of England»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2015/10/aidan-651.html).




<>











«Τή 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στόν Ἅγ. Δημήτριο τοῦ Ρωστώφ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὀρέστης, τοῦ ὁποίου τόν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἡμέρα, καί τοῦ εἶπε: “Ὑπέφερα περισσότερα βάσανα γιά τό Χριστό ἀπό ὅσα μνημονεύεις”. Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειά πληγή στήν ἀριστερή του πλευρά, λέγωντας: “᾿Ιδού, διά σιδήρου ἐγένετο τοῦτο”. Κατόπιν, ἅπλωσε τόν δεξιό του βραχίονα καί τοῦ ἔδειξε τίς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στό ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνωντας: “Νά, αὐτές κατεκόπησαν”. ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγές στόν ἀριστερό βραχίονα, ἐπαναλαμβάνωντας τὰ ἴδια λόγια, μετά δέ τοῦ ἔδειξε τίς πληγές στά γόνατα, λέγωντας:
“Ταῦτα ἀπεκόπησαν”. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καί καταλήγωντας, τοῦ εἶπε: “Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!”. ῾Ο ῞Ἅγ. Δημήτριος ἐκείνη τή στιγμή σκέφθηκε, ὅτι ἦταν ὁ Ἅγ. Ὀρέστης τῶν Ἁγ. Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δέ Μάρτυς ἀπάντησε στό λογισμό του: “Δέν ἐἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν Ἁγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καί τοῦ ὁποίου τόν Βίο μόλις συνέταξες”»(https://proskynitis.blogspot.com/2011/10/28.html).


<>





Ὁ π. Νικόλαος Κουμεντάκης (+2021) λίγες ἡμέρες πρό τῆς φονικῆς φωτιᾶς τοῦ Ἰουλίου τοῦ 2018 [στό Μάτι Ἀττικῆς] ἔδωσε ἐντολή νά κοποῦν λίγα δένδρα πέριξ τοῦ ναοῦ και τοῦ κελλιοῦ του, ἰσχυριζόμενος ὅτι “ἔρχεται μεγάλη καταστροφή”. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πληροφόρησε τό νοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντος καί χάριν στήν ἐνέργειά του αὐτή γλίτωσε τό σπιτάκι τοῦ ἱερέως καί ὀ ναός ἀπ᾽ τήν καταστροφική μανία τῆς φωτιᾶς. Τήν ὥρα πού ξέσπασε ἡ φωτιά, τό ἀπόγευμα τῆς 23ης Ἰουλίου 2018, ὁ Γέροντας ἐξομολογοῦσε στό κελλάκι του πνευματικά του τέκνα πού εὐθύς ἀμέσως τόν φυγάδευσαν καί ἔτσι γλύτωσε ἡ ζωή του. Τό γέγονος αὐτό τόν ἔθλιψε ἀλλά δέν τόν κατέβαλε. Μέ τίς γεροντικές του δυνάμεις ἀγωνίστηκε γιά ἄλλη μιά φορά νά στηρίξη τό πληγωμένο του ποίμνιο. Συγκλονισμένος διηγήθηκε σέ πνευματικό του τέκνο μοναχή ὅτι “ἔβλεπε” ἔκθαμβος τίς ψυχές τῶ καμμένων ἀνθρώπων νά φεύγουν ἀπ᾽ τήν ζωή συνοδευόμενοι ἀπό Ἁγ. Ἀγγέλους. Μέσα στήν προσευχή του γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τους, θεωροῦσε ὅτι ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς... (ΓΚ)


<>






π. Σ. Ρ.: «Ἕνα θαῦμα ἐκτυλίχθηκε στήν τοπική κοινωνία τοῦ Tennessee τῶν ΗΠΑ, μετά τό σαρωτικό πέρασμα ἀνεμοστρόβιλου.
Ἕνα ζευγάρι βρῆκε ζωντανό τό 4 μηνῶν μωρό του, ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο.
Ὅπως εἶπαν οἱ γονεῖς, ὁ ἀνεμοστρόβιλος δέν ἄφησε τίποτε ὄρθιο ἀπ᾽ τό σπίτι τους, μέ τούς ἴδιους καί τά δύο παιδιά τους νά τή γλιτώνουν μέ μερικές γρατσουνιές καί μώλωπες.
“Καθώς πλησίαζε ὁ ἀνεμοστρόβιλος, σήκωσε τήν κούνια μέ τό μωρό μου μέσα... ἦταν τό πρῶτο πράγμα πού σήκωσε στόν ἀέρα”, δήλωσε ἡ 22χρονη μητέρα.
Ὁ πατέρας βλέποντας τό σκηνικό, ὅρμησε νά προστατέψη τό παιδί του, ἀλλά κατέληξε νά τόν παρασέρνη καί τόν ἴδιο.
“Ἁπλά κρατιόταν ἀπ᾽ τήν κούνια ὅλη τήν ὥρα καί ἔκαναν κύκλους καί μετά τούς πέταξε”, περιέγραψε ἡ νεαρή μητέρα.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ ἀνεμοστρόβιλος καί κατάφεραν οἱ δυό τους νά βγοῦν ἀπ᾽ τά συντρίμμια, ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν τό μωρό τους. Τελικά τό βρῆκαν ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο, μέσα σέ κάτι πού περιέγραψαν ὡς κούνια.
“Νόμιζα ὅτι ἦταν νεκρό. Ἤμουν σίγουρη ὅτι ἦταν νεκρό καί ὄτι δέν θά τό βρίσκαμε... Ἀλλά εἶναι ἐδῶ, καί αὐτό χάρι στό Θεό”, δήλωσε ἡ μητέρα.
Σύμφωνα μέ τίς περιγραφές τους, τό μωρό ἦταν σάν νά εἶχε τοποθετηθῆ στό δέντρο ἀπό ἕνα “ἄγγελο”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/12/blog-post_511.html).


<>


Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ψάξουν
νά βροῦν λουλούδια μέσα στά σκουπίδια.
Ἄνθρωποι πού μπροστά στήν καταιγίδα,
προσμένουν τό οὐράνιο τόξο μέ ἐλπίδα.

Ἄνθρωποι πού σέ κάθε δοκιμασία,
ἀναγνωρίζουν μιά νέα εὐκαιρία.
Πού πίσω ἀπό κλειστές πόρτες,
ἀτενίζουν τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωποι πού τήν καρδιά τους
ἔχουν κάνει μυστικά μιά ἐκκλησία
καί μέσα ἐκεῖ ἀχόρταγα γεύονται
οὐρανό καί Θ. Κοινωνία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τόν πόνο,
τόν μεταπλάθουν σέ εὐλογία,
τήν Σταύρωσι σέ ἀνάστασι,
καί τήν ἀνοικτή πληγή σέ αἰώνια ζωή.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι...
Ὑπάρχουν ἅγιοι...»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2020/04/blog-post.html).

<>





Μαριγώ Ζαραφοπούλα: «Νά γιατί ὁ Θεός κρατεῖ τά κεραμίδια ἀκόμα ἐπάνω ἀπ᾽ τό κεφάλι μας!
Μία ἡμέρα ἕνας ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα ἑνός σπιτιοῦ. 
Μία παιδική φωνή ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα νά λέη:
—Ἀμέσως, παρακαλῶ περιμένετε λίγο!
Μετά ἀπό λίγα λεπτά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά χτυπᾶ ξανά τήν πόρτα. Ἡ φωνή ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα:
—Ἄν βιάζεστε, ἀφῆστε τά γράμματα στό χαλάκι.
Ὁ ταχυδρόμος ἀπάντησε:
—Ἔχετε μιά ἐπιστολή πού ἀπαιτεῖ τήν ὑπογραφή σας. Θά περιμένω.
Ἤδη θυμωμένος, ὁ ταχυδρόμος νόμιζε ὅτι θά τοῦ ἔλεγε κάτι. Πέρασε λίγη ὥρα μέχρι νά ἀνοίξη ἡ πόρτα. 
Ὅλος του ὁ θυμός ἔσβησε ἀμέσως. 
Ἕνα κοριτσάκι μέ καροτσάκι, χωρίς πόδια, ἀλλά μέ γουρλωμένα μάτια, τόν παρακολουθοῦσε. 
Ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔδωσε τό γράμμα καί τῆς ζήτησε νά ὑπογράψη. 
Μετά ἀπό αὐτό ἔφυγε. Τό κοριτσάκι χαμογέλασε καί εἶπε:
—Σᾶς ἐὐχαριστοῦμε γιά τήν ὑπομονή σας. Καλημέρα.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ταχυδρόμος συνέχισε νά παραδίδη τήν ἀλληλογραφία. 
Κάθε φορά χτυποῦσε τήν πόρτα καί περίμενε ὑπομονετικά νά φτάση τό κοριτσάκι καί μετά ἔφευγε. 
Ἄρχισε νά τοῦ κάνη περισσότερες ἐρωτήσεις: 
—Πῶς σέ λένε; Σοῦ ἀρέσει αὐτό πού κάνεις; Ἔχεις παιδιά; Πόσα γράμματα πρέπει νά παραδώσης σήμερα;
Σταδιακά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά ἀπαντᾶ καί νά τοῦ χαμογελᾶ.
Τήν ρώτησε γιά τά πόδια της, ἀλλά ἐκείνη δέν θύμωσε καί τοῦ ἀπάντησε χαμογελώντας:
—Δέν μπορῶ νά περπατήσω γιατί γεννήθηκα χωρίς αὐτά, ὁ μπαμπάς λέει πάντα ὅτι ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια. 
Κάθε μῆνα βάζω χρήματα σέ αὐτόν τόν κουμπαρά καί ὅταν γεμίση ὁ μπαμπάς θά μοῦ ἀγοράση προσθετικά πόδια καί θά μπορῶ νά περπατήσω κι ἐγώ.
Ἔγιναν καλοί φίλοι. Ὅταν ἦρθε τό φθινόπωρο οἱ βροχές γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές καί σέ μιά καταρρακτώδη βροχόπτωσι, ὁ ταχυδρόμος περίμενε βρεγμένος ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα.
Ὅταν ἔφυγε, τό κοριτσάκι κατάλαβε ὅτι τά παπούτσια του ἦταν σάπια. Τήν ἑπόμενη μέρα τόν εἶδε μέ τό ἴδιο ζευγάρι παπούτσια.
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα τό ἴδιο.
Ὅταν πλησίαζαν τά Χριστούγεννα, ὁ ταχυδρόμος ἀποφάσισε νά μήν πάη μέ ἄδεια χέρια καί ἀγόρασε ἕνα κουτί καραμέλες, χτύπησε τήν πόρτα, τό κοριτσάκι του ἄνοιξε καί ἔλαβε τό κουτί μέ τά ζαχαρωτά μαζί μέ τό γράμμα. 
Ἦταν τόσο ἐνθουσιασμένη. Γύρισε καί στό τραπέζι πίσω της ἦταν ἕνα μεγάλο κουτί καί μερικά κομμάτια πορσελάνης. 
Ζήτησε ἀπ᾽ τόν ταχυδρόμο νά πάρη τό κουτί στό σπίτι του.
—Δέν μπορῶ νά δεχτῶ κάτι τέτοιο.
—Νόμιζα ὅτι ἤμασταν φίλοι, ἄν δέν δεχτῆς, θά στεναχωρηθῶ πολύ τά Χριστούγεννα.
Στό ἄκουσμα αὐτό ὁ ταχυδρόμος πῆρε τό δῶρο καί ἔφυγε, ἀφοῦ τό εὐχαρίστησε καί τοῦ εὐχήθηκε.
Ὅταν ἄνοιξε τό κουτί, μέσα ἦταν ἕνα καινούργιο ζευγάρι πανάκριβες μπότες καί ἕνα σημείωμα: “Για τόν καλό μου φίλο! Τώρα θά μπορῆς νά περπατᾶς μέ στεγνά πόδια”.
Τά μάτια τοῦ ταχυδρόμου ἄρχισαν νά γεμίζουν δάκρυα καί συνειδητοποίησε ὅτι τά θραύσματα δίπλα στό κουτί ἦταν ἀπ᾽ τόν κουμπαρά καί ὅτι τό κοριτσάκι εἶχε ξοδέψει ὅλα τά χρήματά της σέ αὐτό τό ζευγάρι μπότες.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆγε στό ἀφεντικό του καί τοῦ εἶπε:
—Κύριε, ἀλλάξτε μου διαδρομή. Αὐτό τό παιδί ἐγκατέλειψε τό ὄνειρό του νά περπατήση γιά νά βάλη παπούτσια στά ὑγιή μου πόδια καί δέν μπορῶ νά τά δώσω πίσω ὅσο κι ἄν τό θέλω.
Ὅταν τό ἀφεντικό ἄκουσε γιά αὐτή τή σπουδαία χειρονομία ἀπό ἕνα παιδί, ὀργάνωσε ἕνα ἔρανο.
Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὁ ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα, ἡ πόρτα ἄνοιξε γρήγορα αὐτή τη φορά, ὁ πατέρας βγῆκε μέ τό κοριτσάκι στήν ἀγκαλιά του.
Δέν ἦταν μόνο ὁ ταχυδρόμος, ἀλλά τό ἀφεντικό καί ὅλοι οἱ ταχυδρόμοι τῆς πόλεως.
Τό κοριτσάκι χαμογελοῦσε καί ξαφνιάστηκε μέ αὐτό πού εἶδε. 
Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε ἕνα κουτί πού ἔδωσε στόν πατέρα καί ἕνα σημείωμα στό κοριτσάκι.
Στό κουτί ὑπῆρχαν προσθετικά πόδια γιά νά περπατήση τό κοριτσάκι καί τό σημείωμα ἔλεγε: 
“Γιά τήν καλύτερή μας φίλη, τώρα θά μπορῆς νά περπατήσης, ἀλλά ἡ καρδιά σου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια, ἕτοιμη νά τρέξη γιά νά κάνη καλό ἀκόμα καί σ᾽ ἕνα ταχυδρόμο”.
Ἑπομένως...
Σέ ὅποια κατάστασι κι ἄν βρίσκεσαι, ἄν ἔχης καρδιά γεμάτη ἀγάπη, χαμόγελο στά χείλη καί ζεστό λόγο, οἱ γύρω σου θά πλουτίσουν. Δίνετε ἔλεος στούς ἀνθρώπους, καί κοιτάξτε τους μέ ἀγάπη!»(https://odysseiatv.blogspot.com/2023/11/blog-post_224.html).


<>



«Κάποια εὐσεβής μάνα, συνόδευσε τό παιδί της, πού πήγαινε νά μπῆ ὡς ἐσωτερικός μαθητής σέ ἕνα Γυμνάσιο, μέ τά ἐξῆς λόγια:
“Μήν λησμονεῖς ποτέ παιδί μου, ὅτι εἶσαι πάντα τρίτος”.
Τό παιδί, γιά νά θυμᾶται πάντα καί καθημερινῶς τή συμβουλή τῆς μάνας του, ἔγραψε μέ ὡραία γράμματα σ᾽ ἕνα χαρτόνι: “εἶμαι τρίτος”, καί τό κρέμασε στό δωμάτιό του.
Στό μεταξύ προόδευσε καί ἀρίστευσε στό Γυμνάσιο τόσο, πού βραβεύτηκε ὠς ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ Γυμνασίου.
Τό βράδυ, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας φίλος του καί μόλις εἶδε τό χαρτόνι, τοῦ εἶπε:
—Τώρα εἶσαι πιά πρῶτος! Δέν εἶσαι τρίτος ὅπως σοῦ εἶπε ἡ μητέρα σου. Κατέβασε, λοιπόν, αὐτό τό χαρτόνι!
Ὁ ἀριστεύσας μαθητής χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:
—Φίλε μου, ἄλλο εἶναι τό νόημα αὐτοῦ τοῦ χαρτονιοῦ. Ἡ μάνα μου ἐννοοῦσε, ὅτι πρῶτα νά σκέφτομαι τό Θεό, μετά τούς ἄλλους καί τρίτο τόν ἑαυτό μου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).
«Μέ ρώτησε κάποιος ἀδελφός:
—Γιατί ὁ κόσμος πάει πρός τό χειρότερο, γιατί συμβαίνουν ἀρρώστιες, πόλεμοι, φτώχια ἐξαθλίωσι, διαχωρισμοί, διαφθορά, πανδημίες, ἀποστασία, σκοτωμοί. Γιατί σέ τέτοιο βαθμό ὅλα αὐτά στις μέρες μας;
Ἡ ἀπάντησι εἶναι πολύ ἁπλή:
—Ὁ κόσμος ξέχασε νά ζῆ ὅπως ὁρίζει ἡ Κ. Διαθήκη, ξέχασε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Θές ἕνα παράδειγμα; Βάλε σέ μιά κεντρική πλατεία δύο τραπεζάκια κολλητά μέ μιά ἐπιγραφή “Δωρεάν”, στό ἕνα βάλε λεφτά στό ἄλλο τήν Κ. Διαθήκη, ποιό τραπεζάκι πιστεύεις ἀδελφέ ὅτι θά ἀδειάση πρῶτο καί πιό γρήγορα; Τήν ἀπάντησι τήν ξέρεις!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Λουκάς Κριμαίας: «Ὅλοι σας πρέπει νά εἶστε φῶς μέσα στό σκοτάδι. Τό φῶς μπορεῖ νά ἔχη διάφορες μορφές. Μπορεῖ νά εἶναι σάν τό φῶς τοῦ ἡλίου, μπορεῖ σάν τῆς σελήνης ἤ τῶν ἄστρων. Μπορεῖ νά εἶναι ἀδύναμο σάν τό φῶς τοῦ κεριοῦ ἤ μιᾶς λάμπας. Καί ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι φῶς, εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἀσθενέστερο φῶς εἶναι εὐάρεστο στό Θεό. Μέ τέτοιο φῶς μπορεῖ ὁ καθένας νά φωτίζη τό σκοτάδι πού ὑπάρχει γύρω. Μέ τήν ἀγάπη, τήν τρυφερότητα, τήν εὐσπλαγχνία καί τήν εὐλάβειά σας μπορεῖτε καί πρέπει νά λάμπετε μέσα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνη κάθε θλίψι, πεῖνα, καί γυμνότητα, κρύο καί ζέστη, πόνο καί φτώχεια, ἐξουθένωσι καί ἐξορία, ἀδικία καί συκοφαντία. Γιατί ἡ ψυχή του ὑψώνεται πρός τό Θεό καί δέν μεριμνᾶ γιά τά γήϊνα, ἀλλά προσεύχεται στό Θεό μέ καθαρό νοῦ. Ὅποιος, ὅμως, εἶναι προσκολλημένος σέ περιουσίες καί χρήματα, αὐτός ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχη καθαρό νοῦ γιά τό Θεό, ἐπειδή στό βάθος τῆς ψυχῆς του φωλιάζει ἔμμονη ἡ μέριμνα τί νά κάνη μέ αὐτά. Καί ἄν δέν μετανοήση καθαρά καί δέν λυπηθῆ πού ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνη αἰχμάλωτος στό πάθος, χωρίς νά γνωρίση τόν Κύριο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἰεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, πού ἀντί νά πᾶνε στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή, πηγαίνουν ἐκδρομές, ἀνεβαίνουν βουνά, πάνε γιά κυνήγι, ἐξασκοῦν γιά ψυχαγωγία διάφορα sports κ.ἄ..
Τό πόσο κακό κάνουν στήν ψυχή τους, θά τό καταλάβουν τήν ἡμέρα πού θά δώσουν λόγο στό Θεό.
Μία Κυριακή ἔχουμε γιά νά ξεσκάσουμε καί ἐμεῖς, λένε.
Ὅλη τήν ἑβδομάδα στή δουλειά καί τήν Κυριακή τήν ἀφιερώνουν στά sports καί ὄχι στό Θεό. Ἀλλά ἔχουν καί τή συνήθεια νά ἐπισκέπτωνται καί νά ἀνάβουν τό κεράκι τους στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγ. Βαρβάρας καί τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὅποτε τούς βρεθῆ ἡ εὐκαιρία.
Αὐτούς, τούς κοροϊδεύει ὁ διάβολος, γιατί χωρίς ἐξομολόγησι, χωρίς μετάνοια καί χωρίς ἐκκλησιασμό, αὐτές οἱ πράξεις εἶναι ἀνώφελες καί δέν τίς λαμβάνει ὁ Θεός ὑπόψην»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





«Ὁ πατέρας μου ἔχει μελίσσια.
Σήμερα πῆγα νά τόν δῶ καί μοῦ ἔδειξε τό μέλι πού εἶχε πάρει ἀπ᾽ τίς κυψέλες. Ἔβγαλε τό καπάκι ἑνός δοχείου 20 λίτρων γεμάτο μέλι καί πάνω στό μέλι ὑπήρχαν τέσσερεις μικρές μέλισσες, πού ἀγωνίζονταν. ῀Ηταν καλυμμένες μέ τό κολλῶδες μέλι καί πνίγονταν.
Τόν ρώτησα ἄν μπορούσαμε νά τίς βοηθήσουμε καί εἶπε ὅτι ἦταν σίγουρος ὅτι δέν θά ἐπιζήσουν. Παράπλευρα θύματα τῆς συλλογῆς μελιοῦ ὑποθέτω.
Τόν ξαναρώτησα ἄν μπορούσαμε τουλάχιστον νά τίς βγάλουμε καί νά τίς σκοτώσουμε γρήγορα, ἄλλωστε ἦταν αὐτός πού μέ ἔμαθε νά βγάζω ἀπό τή δυστυχία ἕνα ζῶο (ἤ ζωύφιο) πού ὑποφέρει. Τελικά τό παραδέχτηκε καί ἔβγαλε τίς μέλισσες ἀπό τόν κουβά. Τίς ἔβαλε σ᾽ ἕνα ἄδειο κεσεδάκι γιαουρτιοῦ καί ἔβγαλε τό πλαστικό δοχεῖο ἔξω.
Ἐπειδή εἶχε διαταράξει τήν κυψέλη μέ τήν προηγούμενη συλλογή μελιοῦ, ὑπῆρχαν μέλισσες πού πετοῦσαν παντοῦ ἔξω. Βάλαμε τά τέσσερα μικρά μελισσάκια μέ τό δοχεῖο σ᾽ ἕνα παγκάκι καί τά ἀφήσαμε στήν τύχη τους.
Ὁ πατέρας μου μέ φώναξε λίγο ἀργότερα γιά νά μου δείξει τι συνέβαινε. Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες περιβάλλονταν ἀπό ὅλες τίς ἀδελφές τους (ὅλες οἱ μέλισσες εἶναι θηλυκές) καί καθάριζαν τίς κολλώδεις σχεδόν νεκρές μέλισσοῦλες, βοηθώντας τις νά βγάλουν ὅλο τό μέλι ἀπ᾽ τό σῶμα τους.
Ἐπιστρέψαμε λίγο ἀργότερα καί εἶχε μείνει μόνο μιά μικρή μέλισσα στό δοχεῖο. Τήν φρόντιζαν ἀκόμη οἱ ἀδελφές της.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, ἐλέγξαμε μιά τελευταία φορά καί οἱ τέσσερεις μέλισσες εἶχαν καθαριστῆ ἀρκετά ὥστε νά πετάξουν μακρυά καί τό δοχεῖο ἦταν ἄδειο.
Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες ζοῦσαν ἐπειδή ἦταν περιτριγυρισμένες ἀπό οἰκογένεια καί φίλους πού δέν τά παρατοῦσαν, οἰκογένεια καί φίλους πού ἀρνήθηκαν νά τίς ἀφήσουν νά πνιγούν στό δικό τούς κολλῶδες καί ἀποφάσισαν νά βοηθήσουν μέχρι νά ἀπελευθερωθῆ καί ἡ τελευταία μικρή μέλισσα.
Bee Sisters.
Bee Peers.
Bee Teammates.
 Ὅλοι θά μπορούσαμε νά μάθουμε ἕνα ή δύο πράγματα ἀπό αὐτές τίς μέλισσες.
 Πάντα εὐγενική μέλισσα.
(Γούεντι)»(Σάν Χάδι, fb).

<>






Ἀρχιμ. Ἰωάννης Κωστώφ, Καλοί Λιμένες:

1. Τερτυλλιανός: «Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί συναθροιζόμαστε στή θεία λατρεία σάν στρατός γιά νά πολιορκήσουμε τό Θεό μέ τίς προσευχές μας»(στό: ἡμερ. Αη).

<>

2. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Λένε: τό πᾶν εἶναι ἡ ὑγεία!
Πρέπει νά ποῦμε ὅτι κατ᾽ ἀρχήν εἶναι σωστό...
Γιατί δίχως τήν ὑγεία εἶναι κανείς σάν ἕνα πιανίστα, χωρίς τό πιάνο του· εἶναι καταδικασμένος στή σιωπή, παρόλη τήν ἀξία τήν ὁποία ἔχει.
Ἀλλά “τό πᾶν εἶναι ἡ ὑγεία”, εἶναι λάθος γιατί συμβαίνει συχνά ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς, νά βρίσκουμε τίς πιό ἀξιοθαύμαστες ζωές.
Καί δέν εἶναι σπάνιο, οἱ ἀσθενεῖς νά εἶναι ἡ ὑγεία τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι ἕνα τίποτε, ὅταν δέν ἔχης τίποτε ἄλλο παρά μόνο ὑγεία. Πρέπει, λοιπόν, νά παρακαλοῦμε γιά μιά ὑγεία ὁλοκληρωμένη, ἀπ᾽ τά πόδια ὥς τό κεφάλι, ἀλλά ἐπίσης καί γιά ἐκείνη πού πάει ὥς τήν καρδιά κι ὥς τό πνεῦμα. Καί νά μήν καμαρώνουμε ἐκείνους πού ἔχουν μόνο “σιδερένια ὑγεία”· ἐκεῖ, συχνά ἀναπτύσσεται ἡ σκουριά!!!»(ἡμερ. Αη).

<>

3. Μικρές ἀλήθειες: «Οἱ εὐτυχισμένοι πρέπει νά ξέρουν ὅτι ὅσο πιό γεμάτο τό ποτήρι τόσο πιό εὔκολα χύνεται»(ἡμερ. Αη).
«Ἤξερε τά πάντα γιά τή χριστιανική πίστι, ἐκτός ἀπ᾽ τόν τρόπο νά τή ζῆ»(ἡμερ. Αη).
«Ὅταν λές τά μυστικά σου στόν ἄνεμο, δέν μπορεῖς, ὅταν μαθευτοῦν, νά τά βάζης μέ τά δέντρα»(ἡμερ. Αη).

<>

4. Ἀναφέρει ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος Bloom: «Πρίν λίγο καιρό, γύρισα ἀπ᾽ τήν Ἀμερική, ὅπου κάποιος διεκήρυττε τήν ἑτοιμότητά του νά δώση τή ζωή του γιά τούς πεινασμένους καί τούς ἐμπερίστατους· τόν ρώτησα, λοιπόν, γιατί, ἀφοῦ ἦταν μανιώδης καπνιστής, δέν ἐστερεῖτο ἁπλῶς ἕνα κουτί τσιγάρα γιά τό σκοπό αὐτό»(BL, 50).

<>

5. Γράφει ὁ Charles Higham: «Ἴσως μέχρι κι αὐτός [ὁ πολυεκατομμυριοῦχος Howard Hughes], παρόλο πού ἦταν ἄθεος, νά προσευχόταν ἐκείνη τή στιγμή [μιᾶς δύσκολης προσγειώσεως]»(C, 168).

<>

6. «Μιά πετρωμένη καρδιά δέν εἶναι πιά καρδιά ἀλλά ἕνα σκουπίδι»(στό: R, 207).

<>

7. Σοφοκλῆς: «Ἡ μόνη δύναμι, πού δέν δέχεται δῶρα εἶναι ὁ θάνατος»(στό: ἡμερ. Αη).

<>

8. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία μοιάζουν μέ τούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Δέν μπορεῖς μόνο νά εἰσπράττης. Πρέπει καί νά καταθέτης»(ἡμερ. Αη).
«Ἕνας ἀναιδής μπορεῖ νά ὑποκριθῆ τόν εὐγενικό, ἕνας, ὅμως, εὐγενικός δέν μπορεῖ ποτέ νά ὑποκριθῆ τόν ἀναιδῆ»(ἡμερ. Αη).
«Ὁ Θεός ἄλλους μέν σώζει ἐκ τοῦ θανάτου, ἄλλους σώζει διά τοῦ θανάτου. Στούς πρώτους χαρίζει τή ζωή, στούς δεύτερους τήν αἰωνιότητα»(ἡμερ. Αη).

<>

9. Ἱστορεῖ ἡ Εἰρήνη Κοσμᾶ: «Στίς 16:03 ἐκείνης τῆς ἀποφράδας ἡμέρας [τῆς μάχης τοῦ Βατερλώ], 5.000 ἄνδρες τοῦ ἐλαφροῦ ἱππικοῦ τῶν Γάλλων ἐπιτέθηκαν στό Πυροβολικό τοῦ ἐχθροῦ καί τό κατέλαβαν μέσα σέ λίγα λεπτά. Οἱ Γάλλοι ἔπρεπε ἁπλῶς νά ἀχρηστεύσουν τά ὅπλα τῶν Ἄγγλων. Γιά νά τό πετύχουν, ἀκολούθησαν ἕνα πολύ διαδεδομένο γιά ἐκείνη τήν ἐποχή σχέδιο. Ἔπρεπε νά μπήξουν ἕνα καρφί στόν ἐκπυρσοκροτητή τοῦ κανονιοῦ, στήν τρύπα ἀπ᾽ τήν ὁποία περνοῦσε τό φιτίλι. Ἡ ἀτυχία τους ἦταν παροιμιώδης. Ὅλα τά καρφιά καί τά σφυριά ἔμειναν στά δισάκια ἀπ᾽ τίς σέλες τῶν ἀλόγων, τά ὁποῖα εἶχαν σκοτωθῆ κατά τή διάρκεια τῆς ἐφόδου. Τά κανόνια ἔμειναν ἀνέγγιχτα καί οἱ Ἄγγλοι κατάφεραν νά τά χρησιμοποιήσουν. Ἀκολούθησε ἡ ἄφιξι τῶν ξεκούραστων δυνάμεων τῶν Πρώσσων στό πεδίο τῆς μάχης. Ὁ Ναπολέων εἶχε ἡττηθῆ»(στό περ. Fo, τεῦχ. 68, 87).
Ὁ Θεός ἐπεμβαίνει στήν πορεία τῶν πραγμάτων.

<>

10. «Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται: Τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. Πολλοί τό μεταφέρουν: Τά καλά καί συμφέροντα στίς... τσέπες ἡμῶν. Μέ ἀποτέλεσμα νά μένουν ἄδειες καί οἱ δύο»(ἡμερ. Αη).

<>

11. «“Ἐκεῖνος πού δοκίμασε ἕνα κόκκο μουστάρδας, γνωρίζει καλύτερα τή γεῦσι της ἀπό ἐκεῖνον πού εἶδε ἕνα ὁλόκληρο φορτίο ἐλέφαντα ἀπ᾽ αὐτήν”(ἰνδική παροιμία)»(στό: YR, 52).

<>

12. «“Ὅταν καί τό τελευταῖο δένδρο κοπῆ, ὅταν καί ὁ τελευταῖος ποταμός θά ἔχη μολυνθῆ καί θά ἔχη πιασθῆ τό τελευταῖο ψάρι, τότε μόνο θά ἀνακαλύψης πώς δέν τρώγονται τά χρήματα”(Σοφά λόγια τῆς φυλῆς [Ἰνδιάνων] Cree)»(HC, 108).
Σωστό.

<>

13. Μικρές ἀλήθειες: «Στό Θεό πιστεύουν μόνο ὅσοι Τόν κλείνουν μέσα τους»(ἡμερ. Αη).
«Ὅσοι ξεκινοῦν, φθάνουν κάπου. Μόνο οἱ ναυαγοί περιμένουν»(ἡμερ. Αη).
«Δέν ὑπάρχει φτωχότερος ἄνθρωπος στόν κόσμο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει πλούτη πολλά καί τίποτε ἄλλο»(ἡμερ. Αη).

<>

14. «Μιά ζωή στερημένη ἀπό ἀγάπη εἶναι λουλούδι πού ἀνθίζει στήν ἐρημιά καί κανείς δέν χαίρεται τήν εὐωδία του»(στό: HC, 90 ἔνθ.).

<>

15. Schiller (Τό Τραγούδι τῆς Καμπάνας τῆς Ἐκκλησίας): «Κάθε προσπάθεια ἀνθρώπινη, γιά νά ἔχη ἐπιτυχία
χρειάζεται τοῦ Οὐρανοῦ πάντως τήν Εὐλογία»(στό: ΧΛ, 83).

<>

16. Ὁ Howard Hughes «παθιάσθηκε μέ τό strudel μήλου. Ἐπειδή, ὅμως, δέν τοῦ ἄρεσε τό strudel τοῦ Desert Inn, ἤθελε νά τοῦ παίρνουν strudel ἀπ᾽ τό ξενοδοχεῖο Sands. Ὅμως δέν ρίσκαρε νά μείνη μόνος του, γιά ὅσο οἱ βοηθοί του θά πήγαιναν νά τοῦ πάρουν τό strudel, καί ἔστελνε ταπεινωτικά, μέ τήν ἀπειλή τῆς ἄμεσης ἀπολύσεως ἄν ἀρνιόταν, τό chef τοῦ Desert Inn, νά πάρη strudel ἀπ᾽ τόν ἀνταγωνιστή chef τοῦ Sands»(C, 295).
Ἰδιοτροπίες τῶν ἑκατομμυριούχων.

<>


17. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὅταν τοῦ λύκου τοῦ πέσουν τά δόντια, ἡ γίδα τοῦ βγάζει τή γλῶσσα»(ἡμερ. Αη).
«Ὅποιος σκοντάψη καί δέν πέση, κερδίζει μερικά βήματα πρός τά μπρός»(ἡμερ. Αη).
<>

18. «Carpe Diem: “Ἄδραξε τή μέρα”, στίχος ἀπ᾽ τίς Ὠδές τοῦ Ὁρατίου)»(S, 128).
<>


19. «Ὁ Θεός θέλει τίς ἀπαρχές τῆς ζωῆς μας. Τά καλύτερα καί πιό ἀποδοτικά μας χρόνια. Κάποιος —καμαρώνοντας— ἔλεγε:
—Δέν θά πάρω σύνταξι; Θά τρέχω...
Καί τοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντησι, εἰλικρινής καί ἴσως σκληρή:
—Ναί, θά τρέχης... Ἀπό γιατρό σέ γιατρό καί ἀπό φαρμακεῖο σέ φαρμακεῖο. Φτωχέ μου, θά ἔχης γεράσει. Θά ᾽σαι ὑπόλοιπο. Τίς ἀπαρχές σου θέλει ὁ Θεός»(Π, 72).
<>

20. Ὁ Μητροπ. Sourohz Anthony Bloom ἀναφέρει κάτι ἀπό τήν ἰατρική του ἐμπειρία: «Κάποιος στρατιώτης, νεαρός πατέρας πού ἄφηνε πίσω του γυναῖκα καί σπιτικό, μοῦ εἶπε: “Ἀπόψε θά πεθάνω. Λυπᾶμαι πού θά ἀφήσω τή γυναῖκα μου μόνη της, μά δέν μπορῶ νά κάνω κάτι γι᾽ αὐτό. Φοβᾶμαι, ὅμως, τόσο πολύ νά πεθάνω μόνος μου”. Καί τότε τοῦ εἶπα πώς δέν πρόκειται νά πεθάνη μόνος του· τοῦ εἶπα πώς θά καθίσω μαζί του καί πώς γιά ὅσο θά ἔχη τίς αἰσθήσεις του καί θά μπορῆ νά μέ ἀντιληφθῆ ἀνοίγοντας τά μάτια του ἤ μιλώντας, δέν πρόκειται νά τόν ἀφήσω. Τό ἔκανα, κι ἐκεῖνος κρατοῦσε τό χέρι μου καί κάθε τόσο τό ἔσφιγγε γιά νά σιγουρευθῆ πώς ἤμουν ἀκόμα ἐκεῖ. Μείναμε σέ αὐτή τή στάσι, καί ἐκεῖνος πέθανε γαλήνια γλυτώνοντας τή μοναξιά τοῦ θανάτου»(BS, 99).
<>


21. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὁ “ἄθεος” δέν εἶναι ἐχθρός. Εἶναι ἕνας ἱεραποστολικός ἀγρός. Μήν τόν λιθοβολῆς· καλλιέργησέ τον»(ἡμερ. Αη).
«Φθηνό εἶναι τό τυρί τῆς φάκας, πού δέν ἀξίζει τίποτε, ἀλλά κοστίζει ἀκριβά. Τήν ἐλευθερία»(ἡμερ. Αη).
«Τό ἀηδόνι τά καλύτερα τραγούδια του τά τραγουδάει τή νύχτα στό σκοτάδι. Καί οἱ εὐσεβεῖς ψυχές τό καλύτερο ἄσμα τους στό σκοτάδι τῆς δοκιμασίας»(ἡμερ. Αη).
<>



Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ, εκδόσεις Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>



Χαμογέλα!
Αγάπα!
Συγχώρα!
Ξύπνα!
Ζήσε!!
Τόλμησε!
Κλάψε!
Τραγούδα!
Χόρεψε!
Αγκάλιασε!
Δώσε φιλιά παντού!
Άσε
όλο αυτό
το ρεύμα του Φωτός
και της θείας Αγάπης
να σε διαπεράσει.
Όλα αυτά,
δεν γίνονται μαγικά,
απλά και μόνο
επειδή ήρθε στο ημερολόγιο
η Ανάσταση.
Διότι,
και πέρυσι ήρθε.
Και πρόπερσι.
Και κάθε χρόνο
απ' το 33 μ.Χ. έρχεται.
Η Ανάσταση είναι
αυτό που ζω ή ακυρώνω
την κάθε μέρα
μέσα μου.
Ο Χριστός
δεν είναι
πυροτέχνημα στιγμής
και λαμπάδα
τρίωρης λάμψης,
μα άθλημα
ισόβιο.


<>







Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά περπατήσης μπροστά, πρέπει νά κουβαλᾶς μαζί σου μόνο ὅ,τι εἶναι πολύτιμο!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ χειρότεροι ἐχθροί εἶναι ἐκείνοι πού μεταμφιέζονται σέ φίλους.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ξέρετε πότε ἀποτυγχάνουμε ;
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν ἐκτιμούμε τούς ξένους περισσότερο ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν στό σπίτι μας.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν γράφουμε σπουδαῖα κείμενα ἀφιέρωμα, ἤ κάνουμε party γιά φίλους ἤ ἀγνώστους καί ξεχνάμε νά τιμοῦμε την οἰκογένειά μας κάθε μέρα.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν, ἡ ὄμορφη κούπα εἶναι γιά τούς ἐπισκέπτες, ἀλλά γιά ἐκείνους στό σπίτι, τήν σπασμένη κούπα.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν προσπαθοῦμε τόσο πολύ νά εὐχαριστήσουμε τούς ἄλλους, ἀλλά τό νά κάνουμε μιά χάρι στή μαμά εἶναι βάρος.
Ἡ οικογένεια εἶναι τό μεγαλύτερο ἀγαθό τοῦ ἀνθρώπου.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ὅλα ὅσα δίνονται καί γίνονται μέ τήν καρδιά δέν πάνε ποτέ χαμένα...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Υπάρχουν πράγματα πού δέν θά βγοῦν ποτέ ἐκτός μόδας, ἡ ἀρχοντιά, ἡ εὐγένεια, ἡ εἰλικρίνεια καί οἱ καλοί τρόποι.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

31. Διαβάζουμε: «Λέγεται ὅτι ἕνα χελιδόνι δέν φέρνει τήν ἄνοιξι· σημαίνει ὅμως αὐτό ὅτι ἕνα ἄλλο χελιδόνι, πού αἰσθάνεται καί περιμένει τήν ἄνοιξι, δέν πρέπει νά πετᾶ; Ἄν κάθε χορταράκι περίμενε κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἡ ἄνοιξι δέν θά ἐρχόταν ποτέ. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τήν πραγμάτωσι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· δέν πρέπει νά σκεπτώμασθε ἄν εἴμαστε τό πρῶτο ἤ τό χιλιοστό χελιδόνι»(στό: LT).


32. Victor Hugo: «Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία στή ζωή εἶναι ἡ πεποίθησι ὅτι μᾶς ἀγαποῦν, μᾶς ἀγαποῦν γιά τούς ἑαυτούς μας, ἤ καλύτερα μᾶς ἀγαποῦν παρά τούς ἑαυτούς μας»(ΜΑ).

33. «Ὁ κουτός ἄνθρωπος ἔχει τήν καρδιά στή γλῶσσα του, ἐνῶ ὁ ἔξυπνος ἔχει τή γλῶσσα στήν καρδιά του»(Ἡμερολόγιο τοίχου).

34. Μικρές ἀλήθειες: «Τό ξῖφος μπορεῖ νά κόβη τά πάντα. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά λύση τίποτε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ θάνατος ἔρχεται σάν αἰφνίδιος ἔλεγχος τῆς ἐφορίας. Οἱ πολλοί δέν ἔχουν τά βιβλία τους ἐντάξει»(Ἡμερολόγιο τοίχου).

35. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἐπισημαίνει: «Γιατί τάχα νά συμβαίνη, ὥστε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος νά προτιμᾶ τό θάνατο χάριν τῆς ἀρετῆς; Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μονάχα πήλινο καί φθαρτό σῶμα, θά ἔπρεπε νά τόν ἐνδιαφέρουν μονάχα τά ὑλικά πράγματα καί σέ αὐτά νά εἶναι ἀπόλυτα προσηλωμένος.
Κάποιος ἄλλος, λοιπόν, μέσα στόν πήλινο ἄνθρωπο, εἶναι πού ἀνεβαίνει πρός τά πνευματικά καί τά ὑπερφυσικά. Καί αὐτός ὁ ἄλλος εἶναι ἡ ἀθάνατη καί λογική ψυχή. Αὐτή, σάν ἄλλος μουσικός, πού παίζει τή λύρα, ὑπαγορεύει καί στό σῶμα τά ἀνώτερα καί καλύτερα»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

36. Διαβάζουμε: «Οἱ λέξεις, Κύριε, εἶναι εὔκολο νά εἰπωθοῦν —δέν κοστίζουν τίποτε. Βγαίνουν ἀπό μόνες τους. Μποροῦμε νά τίς ποῦμε καί μετά νά φύγουμε, χωρίς νά κάνουμε τίποτε γιά τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μας.
Γι᾽ αὐτό, Κύριε, αὐτήν τή φορά δέν θά μιλήσω! Ἀλλά θά παρηγορήσω τόν ἄνθρωπο πού ἔχει παγιδευθῆ μέσα στόν πόνο. Θά ὑποστηρίξω τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο οἱ ἄλλοι κοροϊδεύουν. Θά ἀνοίξω μέ χαρά τήν πόρτα στό πρόσωπο πού εἶναι χαραγμένο ἀπό λύπη. Θά καλωσορίσω χωρίς νά κρίνω τόν ἄνθρωπο πού εἶναι στό περιθώριο, τόν ὁποῖο δέν ἀγαπᾶ κανένας. Θά δώσω ὅ,τι ἔχω στόν ἄνθρωπο πού πεινάει καί πού δέν ἔχει τίποτε, ἀκόμη κι ἄν αὐτό εἶναι μόνο τό χαμόγελό μου καί ἡ ἀνακούφισι τῆς παρουσίας μου. Δέν θά μιλήσω, Κύριε, ἀλλά θά κηρύξω τήν ἀγάπη Σου. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε με δυνατό, γιά νά προσφέρω τήν ἀγάπη στά ἀδέλφια μου αὐτοῦ τοῦ κόσμου»(ΙΣ22).

37. Τhomas Εlliot: «Πολλοί ὑψώνουν τή φωνή τους σέ “Ζήτω” γιά νά ἁπλώσουν κατόπιν τό χέρι σέ “ζητῶ”»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας). 

38. Ἀναφέρει ὁ Bernie May: «Ὁ Τζίμ Μπαπτίστα εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τῆς λεπτομερείας. Πάντα πρίν ξεκινήση μέ τό ἀεροπλάνο του, κρατώντας ἕνα νοερό σημειωματάριο, ἐξετάζει προσεκτικά, μέ κάθε λεπτομέρεια, ὅλα ὅσα συνήθως ἐλέγχονται πρίν τήν πτῆσι.
Μιά φορά πετάξαμε μαζί στό Jackson τῆς Arizona, γιά νά πάρουμε ἕνα μεταχειρισμένο Dakota γιά τήν JAARS. Φαινόταν καλή εὐκαιρία καί ἐλέγξαμε τά πάντα, ἀκολουθώντας ἕνα κατάλογο ἐλέγχου. Μέχρι πού φθάσαμε στούς κινητῆρες. Ὁ Τζίμ καί ἐγώ κοιταχθήκαμε, καθώς ἕνα ὄργανο ἔδειχνε ὅτι ἡ πίεσι τοῦ λαδιοῦ στό δεξιό κινητῆρα ἦταν χαμηλή. Αὐτό ἦταν σοβαρό. Βέβαια δέν ἤμασταν σέ θέσι νά ἀγοράσουμε ἄλλο κινητῆρα κι ἔτσι ἀρκεσθήκαμε νά ἐξετάσουμε τί συνέβαινε.
Τό ἡμερολόγιο τοῦ σκάφους ἔδειχνε ὅτι ὁ κινητήρας ἦταν ὁλοκαίνουργιος. Ὁ παραπέρα ἔλεγχος ἔδειξε ὅτι αἰτία τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ παλαιοῦ κινητῆρα ἦταν ἀκριβῶς ἡ χαμηλή πίεσι λαδιοῦ. Ὅμως ἦταν μᾶλλον δύσκολο νά δεχθοῦμε ὅτι δύο μηχανές, ἀπ᾽ τίς ὁποῖες ἡ μία καινούργια, μποροῦσαν νά παρουσιάσουν τό ἴδιο πρόβλημα.
Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος τῆς λεπτομερείας ἀποφάσισε νά πειραματισθῆ γιά λίγο. Μπαίνοντας κάτω ἀπ᾽ τόν πίνακα ὀργάνων, ὁ Τζίμ ἀντέστρεψε τά καλώδια στούς δεῖκτες τοῦ λαδιοῦ, τοποθετώντας τό καλώδιο τοῦ δεξιοῦ κινητῆρα στόν ἀριστερό καί ἀντίστροφα. Λοιπόν τό μαντεύσατε!
Τώρα ὁ ἀριστερός κινητήρας ἔδειχνε χαμηλή πίεσι λαδιοῦ. Συμπέρασμα: ἡ βλάβη ἦταν στό ὄργανο καί ὄχι στόν κινητῆρα. Κάποιος εἶχε τοποθετήσει ἕνα καινούργιο κινητῆρα ἀξίας 12.000 δολλαρίων, ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένης ἐνδείξεως ἑνός ὀργάνου 30 δολλαρίων.
Γιά κάποιους λόγους, συνηθίζουμε νά πιστεύουμε ὅ,τι μᾶς δείχνει ἕνα ὄργανο, ἁπλᾶ καί μόνο γιατί ὑπάρχει σ᾽ ἕνα πίνακα ὀργάνων. Ἕνας χαλασμένος ἤ ἐλαττωματικός δείκτης πιέσεως λαδιοῦ, ἤ μιά πυξίδα, μπορεῖ νά ὁδηγήση τόν πιλότο σέ τέτοιες σφαλερές ἐνέργειες, πού ἴσως στοιχίσουν τή ζωή του.
Καθώς πετούσαμε ἐπιστρέφοντας, μέ τούς δύο κινητῆρες νά μουγκρίζουν, σκέφθηκα γιά κάποιους ἄλλους δεῖκτες, πού διακηρύττουν τήν “ἀλήθεια”. Μερικοί εἰδοποιοῦν ὅτι χρειάζεται ριζική ἀλλαγή. Ἄλλοι μέ βεβαιώνουν ὅτι ὅλα πᾶνε καλά.
Ἄν θέλετε, ὀνομάστε με πνευματικό ἄνθρωπο τῆς Λεπτομερείας· ὅμως ἀναρωτιέμαι γιά μερικά ἀπ᾽ αὐτά τά ὄργανα. Ἔχω παύσει νά δέχωμαι ἀβασάνιστα τήν ἔνδειξι ἑνός ὀργάνου, ἀκόμα κι ἄν ὅλες τίς προηγούμενες φορές οἱ ἐνδείξεις του ἦταν σωστές. Κανένας μετρητής —καμμιά φωνή— δέν δίνει πάντοτε σωστές ἐνδείξεις.
Ἕνας δείκτης, πού ἐπιμένει νά εἶναι πράσινος, ὅταν ὁ κινητήρας ἀφηνιάζη, μπορεῖ νά εἶναι τό ἴδιο θανάσιμος μέ ἕναν, πού σέ ἀναγκάζει νά κλείσης τό γκάζι, ὅταν δέν ὑπάρχη λόγος. Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἀντιστρέφει πότε-πότε τά καλώδια, ὕστερα ἐλέγχει τό ἐγχειρίδιο πτήσεως... ἤ ἀκόμα ἀπευθύνεται καί στόν κατασκευαστή.
Μερικές φορές αὐτό μπορεῖ νά τόν σώση ἀπό ἕνα ὁλοκαύτωμα»(ΚΘ 51).
Ὁ μόνος ἀλάνθαστος δείκτης εἶναι ἡ Βίβλος.

39. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὅποιος φοβᾶται νά πλησιάση τήν κυψέλη δέν εἶναι ἄξιος τῆς κηρήθρας»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Σηκώνοντας τά βάρη τῶν ἄλλων, ἐλαφρώνουμε τά δικά μας»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Στό σήκωμα τῆς ἄγκυρας ὁ δειλός τρέμει, χάνοντας τή σιγουριά. Ὁ γενναῖος ἀγάλλεται ἀντικρύζοντας τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ὠκεανοῦ»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

40. Κ. Κούρκουλας: «Στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ τά παραλυμένα σώματα τή θεραπεία τήν εὕρισκαν ὄχι στά γαληνεμένα νερά, ἀλλά στά ταραγμένα. Ὅταν ὁ ἄγγελος “ἐτάρασσε τό ὕδωρ”. Καί στίς ἀνθρώπινες ψυχές δέν εἶναι ἡ ἀκύμαντη καί μαλθακή ζωή, ἀλλά οἱ θύελλες καί οἱ δοκιμασίες, πού τίς θεραπεύουν καί τίς γιγαντώνουν. Οἱ στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὅλα γύρω “ταράσσονται”. “Κύριε, ἐν θλίψεσιν ἐμνήσθημέν Σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

41. Ἐπισημαίνει ὁ π. Αὐγουστίνος Καντιώτης: «Ὦ βλάσφημε, εἴτε πιστεύεις εἴτε δέν πιστεύεις στό Θεό, παραλογίζεσαι. Διότι, ἄν μέν πιστεύης, τότε πῶς βλασφημεῖς Αὐτό τόν ὁποῖο λατρεύεις; Ἄν πάλι δέν πιστεύης, τί βλασφημεῖς κάποιον πού γιά ἐσένα εἶναι ἀνύπαρκτος;»(ΑΚ 142).

42. Ἕνας «μοναχός ἔζησε στόν καιρό τοῦ μεγάλου καί θαυμαστοῦ Παλάμωνος, δασκάλου καί Γέροντος τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ Παχωμίου. Μιά ἡμέρα πῆγε καί ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο Παλάμωνα καί, σάν εἶδε φωτιά ἀναμμένη ἔξω ἀπ᾽ τό κελλί του, λέει μέ ὑπερηφάνεια στόν Ὅσιο Παλάμωνα καί στό μαθητή του Παχώμιο:
—Ἄν ἔχετε πίστι, ἐλᾶτε νά μποῦμε στή φωτιά, λέγοντας τήν Κυριακή προσευχή καί δέν θά πάθουμε τίποτε.
Ὁ θεῖος Παλάμων τοῦ εἶπε:
—Πρόσεξε, παιδί μου, διότι αὐτά τά ὁποῖα λές εἶναι σημεῖο μεγάλης ὑπερηφανείας. Ἐμεῖς λάβαμε ἐντολή νά πράττουμε καλά ἔργα καί ἀγαθές πράξεις, γιά νά λυτρωθοῦμε ἀπ᾽ τήν αἰώνια φωτιά τῆς κολάσεως.
Σάν ἄκουσε τοῦτα τά λόγια ὁ πλανεμένος ἐκεῖνος μοναχός, τά περιφρόνησε καί μπῆκε στή φωτιά· ὁπότε μέ τή βοήθεια τοῦ σατανᾶ δέν κάηκε, παρά βγῆκε ἔξω καί περιγελοῦσε τούς Ἁγίους (Παλάμωνα καί Παχώμιο) ὅτι δέν ἔχουν πίστι. Ὅμως ὁ παμπόνηρος δαίμονας, σάν εἶδε ὅτι ἔφθασε στήν κορυφή τῆς ὑπερηφανείας, μεταμορφώθηκε σέ ὄμορφη γυναῖκα, ἡ ὁποία μπῆκε μέσα στό κελλί του καί τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τήν κρύψη, διότι κακοί ἄνθρωποι ζητοῦν νά τή φυλακίσουν. Πείσθηκε, λοιπόν, στά γλυκά καί ἀπατηλά λόγια τῆς φανταστικῆς γυναίκας, τή λυπήθηκε καί ἄρχισε νά τή συμπαθῆ καί νά τήν παρηγορῆ· ὁπότε ἄναψε δυνατά στήν καρδιά του ἡ φωτιά τῆς αἰσχρῆς ἐπιθυμίας, ὥστε τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή συμφώνησε ν᾽ ἁμαρτήση μαζί της καί, ὅταν τήν ἀγκάλιασε, μπῆκε μέσα του ὁ δαίμονας, τόν ἔρριξε κάτω καί κειτόταν πολλή ὥρα σάν νεκρός, θέαμα δηλαδή ἐλεεινό. Καί ὅταν συνῆλθε λιγάκι, ἄρχισε κι ἔτρεχε σάν τρελλός. Τότε μπῆκε μέσα σ᾽ ἕνα θερμό λουτρό ὅπου κάηκε τό σῶμα του, ἐνῶ τήν ψυχή του τήν παρέλαβε τό πονηρό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί τή μετέφερε στή φωτιά τῆς αἰωνίου κολάσεως»(ΔΠ 28).

43. Μικρές ἀλήθειες: «Ἀρέσει στούς ἀνθρώπους νά βλέπουν τήν εἰκόνα τους σέ θολούς καθρέπτες»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό καλό τό ὁποῖο ἔχουμε τό παίρνει ὁ θάνατος. Τό καλό τό ὁποῖο κάνουμε τό παίρνει ὁ οὐρανός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ προσευχή θά σέ κάνη νά μήν ἁμαρτάνης. Ἡ ἁμαρτία θά σέ κάνη νά μήν προσεύχεσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

44. Ἀναφέρει ὁ μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἐδῶ στήν Πάρο ἦταν μία γυναῖκα, τήν ὁποία γνώρισα καί ἐξομολόγησα. Ἦταν 16 χρόνια τελείως ἀκίνητη. Εἶχε παραμορφωθῆ. Εἶχε γίνει ἕνα κουβάρι. Ποτέ δέν ἐγόγγυσε οὔτε στενοχωρήθηκε. Διαρκῶς ἔλεγε σάν τόν Ἰώβ: “Δόξα σοι, ὁ Θεός”. Πάντοτε χαιρόταν καί ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός τήν ἀγαπᾶ καί ὅτι τῆς ἔδωσε αὐτό τόν παιδεμό, γιά νά τήν ἀναπαύση αἰωνίως στούς οὐρανούς. Πέθανε πρίν ἀπό 4 χρόνια. Μέ τήν ὑπομονή της ἁγίασε καί τώρα βρίσκεται στήν αἰώνια ἀγαλλίασι»(ΔΠ 35).

45. Κ. Κούρκουλας: «Φρόντισε ἐσύ τό οἰκογενειακό σου περιβάλλον νά εἶναι Παράδεισος καί μήν ἀνησυχῆς γιά τά παιδιά σου πού πήδηξαν τό φράχτη του. Ὅσο μακρυά κι ἄν βρεθοῦν καί ἀπ᾽ ὅποιο κατήφορο τῆς ζωῆς κι ἄν περάσουν, θά νοσταλγοῦν πάντα ἐκεῖνο τό ὁποῖο γνώρισαν καί ἔζησαν πίσω ἀπ᾽ τό φράκτη. Καί κάποτε θά τόν ξαναπηδήξουν ἀλλά πρός τά μέσα αὐτή τή φορά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

46. «Στή φθορά τοῦ χρόνου, τά οἰκοδομήματα πού ἀντέχουν, εἶναι ἐκεῖνα πού ἔχουν γερούς ἀκρογωνιαίους λίθους στά θεμέλια καί ὄχι φιοριτοῦρες στά ἀετώματα. 
Οἱ ἀκρογωνιαῖοι δέν φαίνονται, ἀλλά στηρίζουν τά οἰκοδομήματα. Τά διακοσμητικά φαντάζουν, ἀλλά δέν ἐπιβιώνουν.
Καί στή φύσι ἐπιβιώνουν τά φυτά πού ἔχουν ρίζες καί ὄχι ἄνθη· καθώς καί στή ζωή ὅσοι διαθέτουν ἀρετές καί ὄχι φιοριτοῦρες»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

47. «Τό κυνήγι καί ἡ σκόπευσι ὑψηλῶν στόχων στή ζωή μοιάζει —ἔλεγε ὁ Bismarck— μέ τό κυνήγι τῆς ἀγριόπαπιας στό βάλτο.
Τό σημαντικό δέν εἶναι τό πότε θά πυροβολήσης ἀλλά τό πῶς καί ποῦ θά πατήσης πάνω στή λάσπη τοῦ βάλτου γιά νά μήν βουλιάξης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

48. Γράφει κάποιος Χριστιανός: «Μοῦ ἔκαναν ἐντύπωσι δύο ἐπεισόδια, πού ἀναφέρονται σέ δύο βιβλία. Στό ἕνα, στό: Γιά Ποιόν Κτυπᾶ ἡ Καμπάνα, τοῦ Hemingway, παρουσιάζεται ἕνας κομμουνιστής  γεροστρατιώτης, πού εἶναι φρουρός σέ μιά γέφυρα. Τό νοιώθει, πώς ὕστερα ἀπό λίγο θά πεθάνη, θά σκοτωθῆ. Καί νοιώθει τήν ἀνάγκη νά προσευχηθῆ. Μά τά μαρξιστικά τσιτάτα δέν δέχονται κάτι τέτοιο. Καί τό νοιώθει σάν μειονέκτημα. Καί σκέπτεται, σάν κέρδιζαν τόν πόλεμο, νά ἔκανε μιά εἰσήγησι στήν Κεντρική Ἐπιτροπή, γιά τήν καθιέρωσι κάποιας λατρευτικῆς διαδικασίας.
Τό δεύτερο εἶναι ἀπό ἕνα μυθιστόρημα τῆς Oriana Fallaci, πού περιγράφει τή ζωή τῆς Ἀμερικῆς ἀπό ἕνα μάτι εὐρωπαϊκό κοιταγμένη. Ἡ ἡρωΐδα τοῦ μυθιστορήματος καταλαμβάνεται ἀπό κατάθλιψι, ἀπ᾽ τή ζωή καί τούς ἔρωτες, τούς ὁποίους εἶναι ἀναγκασμένη νά κάνη καί σέ μιά στιγμή ἀπελπισίας, ἐντελῶς ἐνστικτώδικα φωνάζει: “Ἄχ, Θεέ μου...”. Μά ἐπειδή ἦταν δασκαλεμένη, πώς Θεός δέν ὑπάρχει, συμπληρώνει: “Τί κρῖμα νά μήν ὑπάρχης”»(ΜΒ 11).

49. Μικρές ἀλήθειες: «Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς πολλές φορές μᾶς ἐμπνέουν. Τό ρυάκι χάνει τό τραγούδι του ὅταν τοῦ ἀφαιρέσης τούς βράχους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο στή ζωή σέ σηκώνει... Τό παραπάνω χρειάζεται ἐσύ νά τό σηκώσης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Θεός δέν ζητᾶ συνηγόρους, πού νά προβάλλουν μέ τά λόγια τους τήν ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ζητᾶ ὑπηκόους πού δείχνουν μέ τήν ὑποταγή τους καί τόν ἄψογο βίο τους τή δύναμι τοῦ Χριστοῦ»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός



<>





Ἕνας γιατρός ἐἶπε κάποτε:
 “Τό καλύτερο φάρμακο γιά τόν ἄνθρωπο ἐἶναι ἡ αγάπή”.
Κάποιος ρώτησε:
 “Καί άν δέν δουλέψει;”.
Ὁ γιατρός χαμογέλασε καί ἐἶπε:
  “Αὔξησε τή δόσι”.

https://www.facebook.com/orthodoxes.anthodesmes/


<>




Ὅταν κάποιος σέ βοηθάει ἐνῶ περνάει καί ὁ ἴδιος δύσκολα...
Δέν εἶναι βοήθεια...
Ἀγάπη εἶναι...

https://www.facebook.com/olagiatinpsixikiygeia/

<>





«Εἶπε στήν κόρη του, “Μήν πεῖς σέ κανένα ὅτι ὁ πατέρας σου εἶναι σκουπιδιάρης, θά σέ κοροϊδεύουν”.
Ἐκείνη ἀνέβασε στό instagram αὐτή τή φωτογραφία καί ἔγραψε: “Ὁ πατέρας μου εἶναι σκουπιδιάρης. Εἶναι ὁ ἡρωάς μου. Σ᾽ ἀγαπῶ μπαμπά”»(Τροφή για Σκέψη, https://www.facebook.com/trofigiaskepsii).
<>






«Πάσχει ἀπό Alzheimer ἀλλά γιά μιά στιγμή ἀναγνωρίζει τήν εγγονή τῆς πού τή φροντίζει καί τῆς λέει “Σ᾽ ἀγαπῶ”!  
Ἐπιμ.: Δ. Ντζαδήμα»(https://www.facebook.com/fractalart.gr).

<>




Μενέλαος Λουντέμης: «Τά ἀγριολουλουδα ἔχουν δύο παραπανίσιες ἀξίες:
Πρώτα, δέν πουλιοῦνται κι ἔπειτα ἐκεῖνος πού τά χαρίζει τά μαζεύει μόνος  του»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>




Babyhamsta: «Ὁ παπποῦς καί ἡ γιαγιά μου εἴχανε τήν 60ή ἐπέτειο γάμου.
 Ὁ παπποῦς μου εἶχε alzheimer. Δέν θυμόταν τά παιδιά του, τό σπίτι του ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλά ὅσο ἄσχημα κι ἄν ἦταν, ὅποτε ἔβλεπε τή γιαγιά μου ἔλεγε “κοίτα τήν ὄμορφη γυναῖκα μου”»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>





Ξένη Τσολακίδου: «Μέ ρώτησαν μιά μέρα τί εἶναι ἀγάπη.
Ἀγάπη εἶναι ὁ παππούς μου, πού ἔχει δυό χειρουργεῖα στά πόδια καί ἔνα μπαλονάκι στήν καρδιά. Ἀλλά σιδερώνει γιά τή γιαγιά μου πού ἔχει πόνους στά χέρια, στά πόδια στή μέση καί εἶναι μαζί 53 χρόνια.
Ἀγάπη εἶναι νά μήν φοβᾶσαι μήν καταπατηθῆ ὁ ἀνδρισμός σου. Σοῦ φτάνει μόνο νά βλέπης τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶς νά εἶναι καλά.
Αὐτό εἶναι ἀγάπη.
Σέ εὐχαριστώ παπποῦ πού μοῦ ἔμαθες τί εἶναι ἀγάπη»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>







Η θυσιαστική και με μακαρία υπομονή αγάπη ενός άνδρα για τη γυναίκα του και η επιστροφή της


«Διηγεῖται ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός μία πραγματική ἱστορία, γιά νά μαρτυρηθῆ μέ ζωντάνια ἡ θυσιαστική καί μέ μακαρία ὑπομονή ἀγάπη ἑνός ἀνδρός γιά τή γυναῖκα του, ἕνα παράδειγμα ἀπ᾽ τή μαχητικότητα ἑνός ἡρωϊκοῦ συζύγου, ὄχι κάποια πλασμένη διήγησι πρός διδαχή, ἀλλά μία ἀληθινή ἱστορία πού ἐκτυλίχθηκε στίς μέρες μας. “Εἶναι πολύ συγκλονιστικό”, δηλώνει ἐξαρχής ὁ παπποῦς, ἕνα ἀληθινό παράδειγμα θυσίας, “ἀπ᾽ τά μέσα πού χειρίζονται οἱ πραγματικοί σύζυγοι, γιά νά συγκρατήσουν τήν ἑνότητά τους”. Ὁ Γέροντας ἐκκινεῖ τήν ἐξιστόρησί του, παρουσιάζοντας ἕνα “τζέντλεμαν”, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία πέραν τῶν τριάντα ἐτῶν, ἐπιθύμησε νά δημιουργήση οἰκογένεια. “Ἔκανε ἐκεῖ τήν προσευχούλα του, καί, ὅπως τοῦ ἔτυχε ἐκεῖ, βρῆκε μία κορούλα καί τήν πῆρε ὡς σύζυγο, τήν παντρεύτηκε νομίμως”. Ἐκείνη ἦταν μικρή, “κάτω καί τῶν εἴκοσι σχεδόν ἐτῶν”, ἀλλά ὄχι μονάχα αὐτό, διότι ἦταν καί ζωηρή, ἔκανε λάθη, ὡστόσο, ὡς γνήσιος “τζέντλεμαν” ὁ ἄνδρας της, ὡς ἄνθρωπος πού διέθετε διάκρισι, προσποιοῦνταν ὅτι δέν ἔβλεπε τά ἀτοπήματά της, “σάν πατέρας της τῆς φερόταν”, ὡς ἕνας γνήσιος ἥρωας ἀπ᾽ τίς πρῶτες ἐποχές τῆς συζυγίας τους.

Ὁ ἄνδρας ἦταν μέτοχος σέ ἑταιρεία πού ἕδρευε στό ἐξωτερικό καί ἄρα τό ἀνάγκαζε ἡ συγκυρία νά φύγη τό ζευγάρι γιά τά ξένα, ὅπως καί ἔφυγε. “Ἔ, τήν πῆρε καί ἔφυγαν στό ἐξωτερικό, σάν σύζυγό του, μαζί ἐκεῖ”. Ἐκεῖ, ὅμως, στά μακρινά, ἦρθε ὁ κακός λογισμός καί παρέσυρε μέ δίνη τό κορίτσι. “Ὅπως ἦταν λίγο ζωηρούλα καί ἀκατάρτιστη, σκέφτηκε ὅτι αὐτό γιά μένα τό ἔκανε —τό νά μετακινηθοῦν— γιά νά μέ χωρίση ἀπ᾽ τό περιβάλλον μου”. Πίστεψε τό νοῦ της, καί, τότε, “τόν παρατάει τόν ἄνδρα της καί φεύγει καί ἔρχεται πίσω στήν Ἑλλάδα καί πηγαίνει σέ κάποιο καζίνο καί δουλεύει σάν ἐλεύθερη γυναῖκα, ἐπ᾽ ἀμοιβή”. Ὁ σύζυγος, ὡστόσο, δέν φάνηκε νά πτοῆται ἀπ᾽ τήν ἄξαφνη φυγή της, διότι ἐκεῖνος τήν ἀγαποῦσε καί ἦταν ἱκανός νά τή συγχωρῆ, νά κάνη θυσίες, νά μακροθυμῆ, νά διασώζη τά πολλά καί σπουδαία λάθη της. “Αὐτός”, διηγεῖται ὁ Γέροντας, “ἀπ᾽ τή στιγμή πού ἔφυγε ἀπό κοντά του, ἄρχισε νά ἐξομολογῆται στό Θεό καί νά τόν παρακαλῆ, μέ ἕνα εἶδος, οπως νά σοῦ πῶ, δικαζότανε μέ τό Θεό!”.

Ὁ Βατοπαιδινός ἀναφέρεται στίς συγκλονιστικές προσευχές αὐτοῦ τοῦ “τζέντλεμαν” καί τίς δεήσεις ἑνός ὁλόκληρου καιροῦ: “Ἐπί δύο ἔτη, κάθε μέρα ἔκλαιγε: ‘Πανάγαθε, παρά δέ Κυρίου ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί, ἐγώ προσευχήθηκα σέ Σένα καί ξέρεις τή διάθεσί μου. Εἶναι ἀδύνατον νά πιστέψω ὅτι αὐτή ἡ γυναῖκα εἶναι τυχαία γιά μένα! Ἐσύ μοῦ τήν ἔδωσες! Τή θέλω, Πανάγαθε! Ζητῶ τή γυναῖκα μου! Τί πειράζει, ἄν πλανήθηκε ἕνα κοριτσάκι; Γιά ποιόν σκοπό ἦρθες στή Γῆ; Δέν ἦρθες Ἐσύ νά ἐπιστρέψης τό πεπλανημένο; Δέν ὁρκίστηκες στό Ὄνομά Σου, ὅτι δέν θέλεις τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ; Δέν ὑποχωρῶ, ἐπιμένω, ζητῶ δικαιοσύνη! ̓”. Ἔκλαιγε. Σπάραζε. Γονάτιζε. Ζοῦσε ὅπως ζοῦσε, ὁ καιρός περνοῦσε. Ἡ κορούλα δέν γυρνοῦσε, ἀλλά ἐκεῖνος ὡς ἀκλόνητη ὀροσειρά εἶχε καταφέρει νά συμπληρώση εἴκοσι τέσσερεις ὁλόκληρους μῆνες τῆς ἴδιας ἐπιμονῆς κραυγῆς πρός τό Θεό: “Θέλω τή γυναῖκα μου, νά μοῦ τή φέρης πίσω! Ἀφοῦ δέν μπορεῖ ἐκείνη, γιατί πλανήθηκε, πάρε τή δική μου προσευχή! Δέν εἶπες Κύριέ μου, ‘εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε; ̓”. Δύο χρόνια ἡ ἴδια ἱστορία. Τό ἴδιο κλαμα, ἡ ἴδια ἡρωϊκή διάθεσι. “Στεκόταν στήν ἔπαλξι τῆς ἀπαιτήσεως πρός τό Θεό”. Ἡ προσευχή του ἔφθασε νά εἶναι φοβερά παράκλησι, ἐπαινετά ἐξαντλητική γιά τή μικρή ὀμορφούλα τῆς καρδιᾶς του.

Ἐκεῖ, ὅμως, στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, σέ περιμένει ὁ Θεός γιά νά σέ πιάση. “Στά δύο χρόνια ξύπνησε ἡ κόρη!”, λέει, τώρα, ὁ παπποῦς. Τήν κορούλα τή βασάνιζαν οἱ τύψεις. Γνώριζε τό μέγεθος τοῦ ἀτοπήματός της καί ἄρα τήν κλοτσοῦσε ἠ συνείδησί της. “Ἄρχισε νά σκέφτεται ὅτι θά πρέπη ὁ Θεός νά κάνη ἄλλη κόλασι, γιατί τούτη πού εἶναι, εἶναι μικρή γιά μένα. Πιάνει καί γράφει ἕνα γράμμα στόν ἄνδρα της, καί λέει: ‘Δέν τολμῶ νά σέ ὀνομάσω, δέν ἔχω θέσι. Ἀλλά, ἄν ἐπιστρέψω, δέν μέ δέχεσαι πίσω σάν ὐπηρέτρια; ̓”. Ὁ ἄνδρας, μόλις διάβασε τό γράμμα της, πλημμύρισε ἀπό χαρά. Δέν ὑπῆρξε γι᾽ αὐτόν οὔτε ἴχνος δεύτερης σκέψεως. Ἀμέσως λαχτάρισε πίσω τή γυναῖκα του. Ἡ ἀγάπη συγχωρεῖ, ζέει ὀρθή, δέν γνωρίζει μικρότητες. Μεγαλοθυμεῖ! Σημειώσεις λαθῶν δέν θά κρατήση ἡ ἀγάπη. Σχίζει τά τεφτέρια. Τά διαγράφει ὅλα, σχεδιάζει τά μέλλοντα. “Ἀπαντάει αὐτός”. Γράφει καί στέλνει μία ἀπάντησι ἡρωϊκή. “‘Ἀγάπη μου ̓, ἔγνεφε μέσα μέ ζεστασιά, ‘γιατί εἶπες αὐτό τό λόγο; Δέν σέ ἔστειλα γιά διακοπές καί ἀναμένω τή σύζυγό μου νά ἔρθω πίσω στήν ἀγκαλιά μου; ̓. Ἔ, πῆρε θάρρος αὐτή καί λέει ἔρχομαι!”.

Πανηγύριζε ἤδη ὁ οὐρανός, οἱ Ἅγιοι, οἱ Ἄγγελοι, ὅλοι μαζί ἕνας ψαλμός γιά τό ζευγάρι πού ἑνώνονταν ξανά, διότι χαίρεται πολύ καί ἡ Θεοτόκος σμίγοντας πίσω τά ζευγάρια. Ἀπέμεινε ἡ συνάντησί τους. “Συνεννοήθηκαν γιά τό χρόνο κι αὐτός τήν περίμενε στό ἀεροδρόμιο. Ὅταν ἦρθε στό ἀεροδρόμιο καί βγῆκε ἔξω καί ἐλευθερώθηκε, μόλις τόν εἶδε ἀπέναντι, ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά κλαίη, νά χτυπιέται. Ἐκεῖνος τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, ἔτσι μπροστά στόν κόσμο. ‘Ἀγάπη μου, γιατί κάνεις ἔτσι καί μέ πληγώνεις; Μέ τόση λαχτάρα σέ περιμένω νά πᾶμε σπίτι μας, κι ἐσύ τί κάνεις ἔτσι; ̓. Τήν πῆρε στό σπίτι”.

“Ἔ, αὐτό τό βράδυ, πάτερ”, εἶχε ἐμπιστευτῆ ἐκεῖνος ὁ σύζυγος στό Γέροντα Ἰωσήφ τό Βατοπαιδινό, “ἀπ᾽ τήν ὥρα πού ἔβαλα τό κεφάλι μου στό μαξιλάρι μου μέχρι τό πρωΐ, ὁ φύλακας μου ἄγγελος μέ γύρισε ὅλες τίς χωρεῖες τῶν Ἁγίων, ὅλη τή δόξα τοῦ Παραδείσου!”»(ΚΠ, 437).


<>








Η αγάπη βρίσκει τον τρόπο, η αδιαφορία βρίσκει πάντα μια δικαιολογία


<>


Λόγια Αγίων περί Αγάπης


*Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής.

—Aγιος Αυγουστίνος Ιππώνος Β. Αφρικής


* Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να κατακτήσει την τέλεια αγάπη, παρά μονο εκείνος που απέβαλε τον παλιό εαυτό του.

—Άγιος Βασίλειος ο Μέγας


*Πουθενά δεν βρίσκεται η αγάπη χωρίς ταπείνωση, ούτε ταπείνωση χωρίς αγάπη. Ο κλέφτης αποφεύγει τον ήλιο και ο υπερήφανος καταφρονεί την ταπείνωση.

—Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης


* Η πολυχρόνια υπομονή οδηγεί στην ταπείνωση. Η ταπείνωση οδηγεί στην υγεία της ψυχής. Η υγεία της ψυχής στη γνώση του Θεού. Η γνώση του Θεού στην αγάπη του Θεού. Και, τέλος, η αγάπη του Θεού στη χαρά του Θεού, τη γλυκύτερη όλων

—Άγιος Ισαάκ ο Σύρος



<>





Έρωτας σε γάμο...

Μια όμορφη και πιστή οικογένεια έζησε πολύ καλά το Μυστήριο του Γάμου, είκοσι χρόνια γάμου.  Μια μέρα ξέσπασε σφοδρή φωτιά στο σπίτι.  Οι γείτονες κάλεσαν την πυροσβεστική, η γυναίκα και ο σύζυγός του μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο.  Λίγες μέρες αργότερα, οι γιατροί είπαν στον σύζυγό της:

 - Καταφέραμε να σώσουμε τη γυναίκα σου, αλλά είναι αγνώριστη: από τη μέση και πάνω είναι μια αγνώριστη από  το καμένο δέρμα, το στόμα της είναι παραμορφωμένο, έχει χάσει ένα κομμάτι από τη μύτη της, το αυτί της.  Θα είναι δύσκολο για εμάς να βοηθήσουμε τη γυναίκα σας να ξαναβρεί τη ζωή της.

 Είπε χαμηλόφωνα:

 - Κι εγώ υπέφερα πολύ από αυτή τη φωτιά, είμαι τυφλός, πρέπει να φοράω ειδικά γυαλιά.

 Πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο και μεταφέρθηκαν στο  σπίτι που αγοράστηκε με τη βοήθεια συγγενών και φίλων και κλείστηκαν στο σπίτι, αλλά δεν έβγαιναν από το σπίτι.  Ήταν εντελώς παραμορφωμένη, αλλά έζησαν μαζί για άλλα δεκαεπτά χρόνια .Μετά η γυναίκα του πέθανε .

 Στην κηδεία ... η έκπληξη συγγενών και φίλων ήταν μεγάλη!  Ήταν χωρίς γυαλιά και χωρίς μπαστούνι: δεν ήταν τυφλός.  Είπε ψέματα γιατί ήξερε ότι αυτή η σύζυγος δεν θα μπορούσε ποτέ να αισθανθεί ότι την αγαπούν πραγματικά αν ήξερε ότι έβλεπε την παραμόρφωσή της.

 Ηθική: Να αγαπάς σημαίνει να έχεις το θάρρος να παίζεις στα τυφλά για να βλέπει ο άλλος το φως.  Να αγαπάς σημαίνει να θυσιάζεσαι για τον άλλον και να ζεις μέσα από τον άλλον!  Η αληθινή αγάπη δεν κρατά μόνο στον τάφο, αλλά περνά πέρα ​​από τον θάνατο στην αιωνιότητα σε Αυτόν που είναι - Ζωή χωρίς θάνατο και Αγάπη χωρίς τέλος!

https://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/07/blog-post_90.html


<>




Ποιος πρέπει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Η γυναίκα ή ο άντρας;


—Γέροντα, ποιος πρέπει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Η γυναίκα ή ο άντρας; 

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994):

—Όποιος προλάβει πρώτος... Αυτός θα έχει και τον μεγαλύτερο μισθό.



<>


“Nομικός τίς προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτόν καί λέγων· ... τίς ἐστί μου πλησίον;” (Λουκ. 10, 25-37, Παραβολή Καλοῦ Σαμαρείτη)


“Nομικός τίς προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτόν καί λέγων· ... τίς ἐστί μου πλησίον;” (Λουκ. 10, 25-37, Παραβολή Καλοῦ Σαμαρείτη)


Μία ἀπ᾽ τίς πιό ἀπολαυστικές στιγμές τῆς Ἱερωσύνης


εἶναι ἡ στιγμή πού ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία,


μέσα στήν ἡσυχία


καί μέ τήν ἐκκλησιά νά μοσχοβολᾶ πατόκορφα λιβάνι,


ὁ ἱερέας βρισκόμενος “μόνος μόνῳ Θεῷ”


καταλύει (τρώγει τό περιεχόμενο) τό Ἅγ. Ποτήριο.


Τί εἶναι μέσα στό Ποτήριο;


Ὁλάκερος ὁ κόσμος (ὁρατός καί ἀόρατος)


Ἐκεῖ εἶναι ἡ Παναγία πού τόσο εὐλαβεἶσαι...


Ἐκεῖ ὁ Θυσιαζόμενός μας Χριστός...


Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος πού φέρεις


βαρύ φορτίο κληρονομιᾶς τό ὄνομά του...


Ἐκεῖ ὅμως καί ἐκείνος


πού δέν συμπαθεῖς,


πού ἐνῶ δέν τοῦ κρατᾶς κακία (γιατί εἶσαι καί “Χριστιανός”)


ἀλλάζεις πεζοδρόμιο γιά νά μήν συναντηθῆτε...


κι ὅμως μπορεῖ νά μήν τόν ἀντέχῆ ἡ “ἁγιότητά” σου


βρίσκεται δίπλα σου μέσα στό Ποτήριο


κολυμπώντας στήν ἀδιάκριτη ἀγάπη τοῦ Χριστού μας...


Λυγίζουν τά γόνατα τοῦ ἱερέως


στό ὑπέρλογο θέαμα


τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ Ἁγ. Ποτηρίου...


Γίνεται καί ὁ παππούλης


μέ τήν κατάλυσι


ἕνα χωνευτήρι τῆς ἀγάπης!


π. Ἰωάννης Παπαδημητρίου


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2020/01/blog-post_563.html




<>


Ένας καλλιτέχνης...


Ένας καλλιτέχνης που ζούσε σε ένα μικρό χωριό, έκανε αγιογραφίες και τις πουλούσε σε καλή τιμή. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί.


Μια φορά ήρθε ένας κακός άνθρωπος από το χωριό και του είπε:


"Βγάζεις πολλά λεφτά από τη δουλειά σου. Γιατί δεν βοηθάς τους φτωχούς στο χωριό; Κοίταξε τον χασάπη, δεν έχει πολλά λεφτά, αλλά δίνει δωρεάν κρέας στους φτωχούς κάθε μέρα. Κοίταξε τον φούρναρη - κι ας είναι φτωχός και πατέρας μεγάλης οικογένειας, δίνει δωρεάν ψωμί κάθε μέρα".


Ο καλλιτέχνης δεν του απάντησε, αλλά μόνο χαμογέλασε. 


Ο άνθρωπος έφυγε θυμωμένος και διέδωσε στο χωριό ότι ο καλλιτέχνης είναι πολύ πλούσιος, αλλά είναι ένας άθλιος και δεν βοηθάει τους φτωχούς.


Μετά από λίγο ο καλλιτέχνης αρρώστησε και κανείς στο χωριό δεν του έδωσε σημασία. Πέθανε μόνος του.


Πέρασε καιρός και οι κάτοικοι του χωριού παρατήρησαν ότι ο χασάπης δεν έδινε πλέον δωρεάν κρέας στους φτωχούς, ο φούρναρης επίσης δεν έδινε δωρεάν ψωμί στους φτωχούς. 


Όταν ρωτήθηκαν γιατί σταμάτησαν, είπαν:


"Σταματήσαμε γιατί ο καλλιτέχνης που μας έδινε χρήματα κάθε μήνα για να σας βοηθούμε, πέθανε".


Γι᾽ αυτό δεν πρέπει να καταδικάζουμε κανέναν γιατί δεν ξέρουμε τι κρύβεται στην ψυχή του. Μόνο ο Θεός ξέρει και μόνο αυτός έχει το δικαίωμα να κρίνει.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/03/blog-post_204.html




<>


Το να βοηθάς κάποιον άλλον μέσα από δυσκολίες είναι εκεί που ξεκινά ο πολιτισμός


Πριν από χρόνια, η ανθρωπολόγος Margaret Mead ρωτήθηκε από έναν μαθητή τι θεωρούσε ως το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια κοινωνία. Ο μαθητής περίμενε την Mead να μιλήσει για αγκίστρια ή πήλινα αγγεία ή γλυπτά. Αλλά όχι. Η Mead είπε ότι το πρώτο σημάδι του πολιτισμού σε έναν αρχαίο πολιτισμό ήταν ένα μηριαίο οστό που είχε σπάσει και στη συνέχεια είχε πλήρως επουλωθεί. Η Mead εξήγησε ότι στο βασίλειο των ζώων, αν σπάσεις το πόδι σου, πεθαίνεις. Δεν μπορείς να φύγεις από τον κίνδυνο, να φτάσεις στο ποτάμι και να πιείς νερό ή να κυνηγήσεις για φαγητό. Είσαι τροφή για άγρια θηρία. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει από ένα σπασμένο πόδι αρκετό καιρό ώστε να επουλωθεί το οστό. Ένας σπασμένος μηρός που έχει επουλωθεί είναι απόδειξη ότι κάποιος έχει πάρει χρόνο για να μείνει με αυτόν που έπεσε, έδεσε την πληγή, έχει μεταφέρει το άτομο σε ασφαλές μέρος και έχει φροντίσει το άτομο να ανακάμψει. Το να βοηθάς κάποιον άλλον μέσα από δυσκολίες είναι εκεί που ξεκινά ο πολιτισμός, είπε η Mead. 


"Είσαι στα καλύτερά σου όταν εξυπηρετείς άλλους. Να είσαι πολιτισμένος".


—Ira Byok" (Via: Ξένος Σάββας)


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2020/08/margaret-mead.html


<>


Κάνουν λάθοι αλλά κρύβουν τόση ηπιότητα και γλυκάδα μέσα στην καρδιά τους 


«Ζοφερό καί μαῦρο βλέπουμε τό μέλλον αὐτῆς τῆς Γῆς. Μά ὁ Θεός πού τοῦ ἀρέσουν τά surpise πάντα ἔχει ἕνα ἄλλο σχέδιο.


Θεωροῦμε τίς νέες γενιές ὡς ἀδιάρμιστες (ἀκατάστατες) καί κακοκαμωμένες καί κλαῖμε γι᾽ αὐτό πού ἔρχεται.


Κι ὅμως θωρείς στούς περισσότερους νέους μία εὐαισθησία, μία ἁπαλότητα, ἕνα πιό ταπεινό πνεῦμα καί μία εὐαισθητοποίησι γιά τόν πόνο τῶν ἄλλων καί ὅλης τῆς κτίσεως.


Γνωρίσαμε καί τίς παλαιές γενιές τῶν πιστῶν καί ἀθώων μέν ἀνθρώπων μά ἐπίσης καί τῶν σκληροκαρδίων, ἀμετάπειστων, ἀπόλυτων, ξεροκέφαλων καί σκληροτάτων ἀνθρώπων.


Προκρίνω τό σήμερα. Μέ παιδιά τά “κουζουλά” καί “απροσάρμοστα” πού κάνουν μέν λάθη ἀλλά κρύβουν τόση ἠπιότητα καί γλυκάδα μέσ᾽ τήν καρδιά τους.


Σέ πανήγυρι εὑρισκόμενος πρίν λίγες ἡμέρες, καί ἐνῶ καθόμουν μέσα στό Ἱερό εἶχε συνωστιστεί δίπλα μοῦ ἕνας ὄμιλος παιδιῶν καί ἐφήβων πού φοροῦσαν πολύχρωμες παπαδακίστικες στολές. Τά γέλια, τά πειράγματα καί τά πολλά τά λόγια δέν ἀπόλειπαν. Κάποια στιγμή μία μεγάλη, παρδαλή καί ἐπικίνδυνη σφήκα μπῆκε μέσα. Ἕνα παιδί στράφηκε ἐνστικτωδῶς νά τήν πατήση, ὅπως θά κάναμε ὅλοι στή θέσι τους.


Μά τότε φώναξαν οἱ ὑπόλοιποι:


—Ὄχι βρέ σύ, μήν τήν πατήσεις , ἄφησέ τήν νά ζήση.


Καί λαμβάνοντας, ἕνα χαρτομάντηλο τήν ἔπιασαν καί τήν ἄφησαν ἀπ᾽ τό παραθύρι τοῦ Ἱερού ν᾽ ἀναπετάξη στήν φωλιά της.


Πρίν μία ἑβδομάδα ἡ Πέμπτη Δημοτικοῦ ἑνός κοντινοῦ σχολείου ἐπισκέφθηκε τήν ἐκκλησία μας. Πῆραν τά παιδιά νά προσκυνοῦν μέ δέος ὅλες τίς ἁγίες εἰκόνες ὥσπου ἕνα ἀγοράκι παραπάτησε στά σκαλοπάτια τοῦ Τέμπλου καί κόντευσε νά πέση.


Ἀμέσως τότε ἕνα κοριτσάκι πῆγε νά βάλη τά γέλια.


Ὅμως ἕνας συμμαθητής της εἶχε ἄλλη ἄποψι.


—Εἶσαι καλά; Ἄν δηλαδή ἔπεφτε καί χτύπαγε τό κεφάλι του θά χαιρόσουν;


Στόν γκισέ μίας δημόσιας ὑπηρεσίας στέκονταν βαριεστημένος ἕνας 65άρης. Τοῦ ᾽χε προμηθεύσει ἡ σύζυγός του ὅλα τά χαρτιά πού ἔπρεπε. Ὅμως εἶχε λησμονήσει ἕνα δικαιολογητικό.


Τότε τήν παίρνει τηλέφωνο ἀπ᾽ τό κινητό του.


—Μωρή... γιατί μωρή ξέχασες αὐτό τό χαρτί, μήν ἔρθω ἐκεῖ καί...


Λίγο πιό μετά ἔφτασε στήν ἴδια ὑπηρεσία ἕνας 30άρης.


Καί ἐκείνου εἶχε ἀποξεχάσει ἡ γυναίκα του νά τοῦ προμηθεύση ἕνα ἀπ᾽ τά ἀπαραίτητα ἔγγραφα.


Την καλεί ἀμέσως στό τηλέφωνο καί τῆς λέει:


—Ἀγάπη μου, συγγνώμη ξέχασες τό τάδε χαρτί, σέ παρακαλώ ποῦ τό ἔχεις νά πάω νά τό πάρω;


Δέν ἐμφανίστηκε ὁ Θεός στόν Προφήτη Ἠλία οὖτε στό σεισμό, οὖτε στή φωτιά, οὖτε στή θύελλα, μά στή γλυκιά καί ἤπια αὔρα σάν τίς ψυχές ἐτοῦτες τῶν νέων γενεῶν πού ἦρθαν καί ἔρχονται σέ πεῖσμα τῶν ἐρεβομανῶν ἤ καί ἀπέλπιδων λατρευτῶν τῆς ζοφερῆς Κασσάνδρας»


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2019/04/blog-post_444.html



<>


Μερικές φορές μου άρεσει το ψημένο ψωμί λίγο καμένο


Ἀναφέρει ἡ Ntiana Meis:


«Μετά ἀπό μιά μακρά καί σκληρή ἐργάσιμη ἡμέρα, ἡ μητέρα μου ἔβαλε ἕνα πιάτο λουκάνικα καί μιά πολύ καμένη φέτα ψωμί μπροστά στόν πατέρα μου. Θυμᾶμαι πού τόν περίμενε νά τό προσέξη.


Ἀλλά αὐτός πῆρε τό ψωμί, χαμογέλασε καί μέ ρώτησε πῶς πῆγε ἡ ἡμέρα μου στό σχολεῖο. Δέν θυμᾶμαι τί τοῦ εἶπα, ἀλλά θυμᾶμαι νά τόν βλέπω χαλαρό καί γλυκό πάνω στό καμένο ψωμί καί νά τό τρώη. Ὅταν σηκώθηκε ἀπ᾽ τό τραπέζι ἐκεῖνο τό βράδυ, θυμᾶμαι πώς ἡ μαμά μου ζήτησε συγγνώμη ἀπ᾽ τόν μπαμπά μου γιά τό καμένο ψωμί καί δέν θά ξεχάσω ποτέ αὐτό πού εἶπε:


“Γλυκιά μου, μήν ἀνησυχείς, μερικές φορές μοῦ ἀρέσει τό ψημένο ψωμί, λίγο καμένο”.


Ἀργότερα, ὅταν ἦρθε νά μέ φιλήση καί νά μοῦ πῆ καληνύχτα, ὅπως ἔκανε κάθε βράδυ, δέν μποροῦσα νά συγκρατήσω τόν ἑαυτό μου καί νά τόν ρωτήσω ἄν τοῦ ἄρεσε πραγματικά τό καμένο ψωμί. 


Μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε, “ἡ μητέρα σου εἶχε μιά πολύ δύσκολη μέρα ἐργασίας, εἶναι πολύ κουρασμένη, καί τό καμένο ψωμί δέν κάνει κακό σέ κανένα”.


Ἡ ζωή εἶναι γεμάτη ἀπό ἀτελή πράγματα. Πρέπει νά μάθουμε νά δεχόμαστε ἐλαττώματα καί νά ἐκτιμοῦμε κάθε μιά ἀπ᾽ τίς διαφορές τῶν ἄλλων, διότι ἡ κατανόησι καί ἡ ἀνοχή εἶναι στή βάσι ὁποιασδήποτε καλῆς σχέσεως. Γι᾽ αὐτό νά εἶσαι πιό εὐγενικός ἀπ᾽ ὅσο νομίζεις, γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τή στιγμή πού ἔκαναν ἕνα λάθος ἤ ἕνα “καμένο ψωμί” ἔχουν κάποιο πρόβλημα. 


Νά σέβεσαι τίς προσπάθειες ὅλων, γιατί δέν ξέρεις τί ἔχει στό κεφάλι του καί ποιό εἶναι τό πρόβλημά του. Ἡ ζωή εἶναι μιά σειρά ἀπό μικρούς συμβιβασμούς γιά νά ἔχης κάτι μεγάλο, ἀληθινό”.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/11/blog-post_674.html




<>



Σε αγαπώ παιδί μου... 


Ένα συγκλονιστικό κείμενο για τους ηλικιωμένους γονείς μας


Οι γονείς για όλους μας είναι οι πιο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μας. Γιατί μας έφεραν στη ζωή και με υπομονή κι αγάπη μας έμαθαν τη ζωή.


Όταν όμως τα χρόνια περάσουν και κάποτε η ηλικία βαρύνει στους ώμους τους, είναι φορές που αντιμετωπίζονται ως βάρος από τα παιδιά τους. Τα παρακάτω λόγια ελπίζουμε να ευαισθητοποιήσουν ακόμη περισσότερο όσους έχουν ηλικιωμένους γονείς …χρειάζεται υπομονή.


Εάν μια μέρα με δεις “γέρο”, εάν λερώνομαι όταν τρώω και δεν μπορώ να ντυθώ, έχε υπομονή.


Θυμήσου πόσο καιρό μου πήρε για να σου τα μάθω… αυτά όταν εσύ ήσουν μικρός.


Εάν όταν μιλάω μαζί σου επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα, μην με διακόπτεις, άκουσε με.


Όταν ήσουν μικρός κάθε μέρα σου διάβαζα το ίδιο παραμύθι μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.


Όταν δεν θέλω να πλυθώ μην με μαλώνεις και μην με κάνεις να αισθάνομαι ντροπή…


Θυμήσου όταν έτρεχα από πίσω σου και έβρισκες δικαιολογίες όταν δεν ήθελες να πλυθείς.


Όταν βλέπεις την άγνοιά μου στις νέες τεχνολογίες, δώσε μου χρόνο και μη με κοιτάς ειρωνικά, εγώ είχα όλη την υπομονή να σου μάθω το αλφάβητο.


Όταν κάποιες φόρες δεν μπορώ να θυμηθώ ή χάνω τον συνειρμό των λέξεων, δώσε μου χρόνο για να θυμηθώ και εάν δεν τα καταφέρνω μην θυμώνεις…


Το πιο σπουδαίο πράγμα δεν είναι εκείνο που λέω αλλά η ανάγκη που έχω να είμαι μαζί σου και κοντά σου και να με ακούς.


Όταν τα πόδια μου είναι κουρασμένα και δεν μου επιτρέπουν να βαδίσω μην μου συμπεριφέρεσαι σαν να ήμουν ένα “βάρος”, έλα κοντά μου με τα δυνατά σου μπράτσα, όπως έκανα εγώ όταν ήσουν μικρός και έκανες τα πρώτα σου βήματα.


Όταν λέω πως θα ήθελα να “πεθάνω”… μη θυμώνεις, μια μέρα θα καταλάβεις τι είναι αυτό που με σπρώχνει να το πω.


Προσπάθησε να καταλάβεις πως στην ηλικία μου δεν ζεις, επιβιώνεις.


Μια μέρα θα ανακαλύψεις ότι παρόλα τα λάθη μου πάντοτε ήθελα το καλύτερο για σένα, για να σου ανοίξω τον δρόμο.


Βοήθησέ με να περπατήσω, βοήθησέ με να τελειώσω τις ημέρες μου με αγάπη και υπομονή.


Σε αγαπώ παιδί μου…».



<>


Ο Άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου (+1970) και η αγάπη του προς τα δένδρα


Ο αείμνηστος αγαπούσε πολύ το πράσινο και καθώς τα πεύκα ήταν σχεδόν άγνωστα στο νησί της Πάτμου, οι απλοϊκές γυναίκες όταν τα πρωτόειδαν φυτεμένα από εκείνον τα είπαν «Αμφιλοχιακά». Έκανε πρασιές πεύκων και από το φυτώριό του εφύτευε νέες ρίζες ο ίδιος και έδιδε και στους άλλους να φυτεύουν συχνά μάλιστα τους υποχρέωνε στην εξομολόγησή των να φυτεύουν 2-5 πεύκα για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των – σοφή σκέψη σοφού πατρός! Έτσι παρουσίασε λίγο πράσινο το κατάξερο νησί που τόσο αγαπούσε ο άγιος πατέρας. «Όποιος φυτεύει δένδρο φυτεύει ελπίδα, φυτεύει ειρήνη, φυτεύει αγάπη και έχει τις ευλογίες του Θεού» έλεγε πάντα στον κύκλο του. Αυτό το αναγνωρίζει η Αγνή Ρουσοπούλου που γράφει στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 8-10-1975:


«Στην προσπάθεια αυτή (της δενδροφυτεύσεως) μπορούν να βοηθήσουν και οι φωτισμένοι κληρικοί. Αρχή είχε κάμει ο μακαρίτης ήδη πατήρ Αμφιλόχιος στην Πάτμο, που ζητούσε από τους εξομολογουμένους σε ένδειξη μετανοίας να φυτέψουν ένα δένδρο».


Δεν εφρόντιζε μονάχα για το φύτεμά τους ο ίδιος. Κοπίαζε μαζί μου για το πότισμα των μικρών δένδρων στους άνυδρους μήνες του καλοκαιριού. Πίστευε πως γίνεται συνδημιουργός στη φύση με τον Πλάστη Θεό όποιος φυτεύει είτε ποτίζει ένα δένδρο. Τιμωρούσε πολύ αυστηρά τους εξομολογουμένους όταν του έλεγαν ότι κατέστρεψαν ένα δένδρο. Μια μοναχή είχε καταστρέψει ένα πεύκο, ποτέ δεν τον είδα να αγανακτήση τόσο πολύ και να θυμώση από ιερή αγανάκτηση σαν τον Κύριο που πήρε το μαστίγιο και έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό του Σολομώντος· την υπεχρέωσε να φυτεύσει πέντε πεύκα και να τα ποτίζει τρία χρόνια για να την συγχωρέση ο Θεός! Κι’ όταν μεγάλωναν τα δένδρα η χαρά του ήταν να βρίσκεται στην σκιά τους και να περνά ώρες ολόκληρες προσευχόμενος· αινούσε μαζί με τα δένδρα τον Κύριο, όπως ψάλλει ο προφήτης «Αινείτε τον Κύριον τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι… Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου» (Ψαλμός 148).


Λαχταρούσε να ιδή την Πάτμο καταπράσινη και πανηγύριζε στο άκουσμα ότι τα παιδιά της Πατμιάδος φύτεψαν χίλια ή δύο χιλιάδες πεύκα. Πόσοι πατέρες δεν έζησαν στο νηπτικό περιβάλλον δένδρων και δασών, που η σκέψη του ουρανού καλλιεργείται εύκολα μέσα στο Ναό της Φύσεως!


Ασφαλώς θα εγνώριζε την περσική παροιμία που λέγει «τα δένδρα είναι κάθετες προσευχές προς τον Ουρανό…». Σε πνευματικό του τέκνο στις 15- 9-53 έγραφε από τον άγιο Μηνά Αιγίνης: «έχομε μια μικρή ταράτσα που εκεί πάνω τα βράδια γίνεται ο εσπερινός και το απόδειπνο, και μαζί με τας αδελφάς συμψάλλουν τα πεύκα και η θάλασσα, ο δε γκιώνης με την μελαγχολική του φωνή νομίζεις ότι λέγει το «Κύριε ελέησον» και έτσι τα πάντα εδώ μιλάνε και δοξολογούν τον Πλάστη».


Μέσα στην φύση βρίσκει τον τρόπο να ζή το υπέρ φύσιν. Όλα τα δημιουργήματα τον συγκινούσαν, περισσότερο όμως τα δένδρα. Πονούσε και έκλαιγε όταν διάβαζε στις εφημερίδες πως δάση ολόκληρα της πατρίδας μας καίγονται, εγκληματίες καλούσε τους υπεύθυνους των πυρκαϊών. Και δεν είχε άδικο! Δεν ξεύρω τι θάλεγε σήμερα με τις ομαδικές πυρκαϊές σ’ αυτόν τον άμοιρο τόπο μας για τα ταπεινά συμφέροντα ορισμένων ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων!


Προστάτεψε τα δάση μας, Γέροντα, από τους Ουρανούς που είσαι!


Από το βιβλίο: Αρχιμ. Παύλου Νικηταρά, «ο Γέροντας Αμφιλόχιος», σελ.71-73, στ’ έκδοση 1999.


Πηγή:


https://www.orthodoxianewsagency.gr/gnomes/o-agios-amfiloxios-kai-i-agapi-tou-pros-ta-dendra/



<>


Η αγάπη και η ελεημοσύνη της Γερόντισσας Θεοφανώς, ηγούμενης της Ι. Μονής Κεχροβουνίου Τήνου


Ἡ Μοναχή Θεοφανώ Βιδάλη Προηγούμενη τῆς Ἱ. Μ. Κεχροβουνίου Τήνου ὅταν διακονούσε ὡς ἐκκλησάρισσα, ἡ Ἡγουμένη Μαγδαληνή Χρυσούλη τῆς ἔκανε δῶρο ἕνα ζευγάρι παπούτσια γιά νά ἀνεβαίνη χωρίς κίνδυνο στή σκάλα καί νά ἀνάβη τά κανδήλια. 


Μιά βροχερή ἡμέρα στό μοναστήρι ἀνέβηκε γιά νά προσκυνήση μιά φτωχή νησιώτισσα ξυπόλυτη. Χωρίς νά τό σκεφτῆ ἡ ἀδελφή Θεοφανώ, τῆς προσέφερε τά παπούτσια. 


Ἡ ἡγουμένη Μαγδαληνή μάλωσε τή μοναχή, ἡ οποία μέ ἁπλότητα ἀπάντησε:


—Ἐγώ Γερόντισσά μου ἔχω τά παλιά παπούτσια, ἐνώ αὐτή ἡ γριούλα ἦταν ἐντελῶς ξυπόλυτη στά νερά τῆς βροχῆς.


—Μα ἦταν πανάκριβα, εἶπε ἡ ἡγουμένη, στερηθήκαμε γιά νά σοῦ τά ἀγοράσουμε.


—Εὐλόγησον, συγχωρέστε με, εἶπε ἡ ἀδελφή Θεοφανώ. 


Τήν άλλη μέρα τό πρωΐ ὁ ταχυδρόμος κρατοῦσε ἕνα δέμα γιά τήν ἀδελφή Θεοφανώ πού περιεῖχε ἕνα ὁλοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια καί 50 δραχμές ἐσώκλειστες σέ φάκελο γιά προσευχή.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2016/07/blog-post_0.html



<>


Η προσευχή είναι αγάπη


Ἕνα κρουαζιερόπλοιο κατά τή διάρκεια μιᾶς σφοδρότατης καταιγίδας βυθίστηκε καί μόνο δύο ἀπ᾽ τούς ἐπιβάτες του κατάφεραν νά κολυμπήσουν μέχρι ἕνα μικρό ἐρημονήσι.


Οἱ δύο ναυαγοί μή ξέροντας τί ἄλλο νά κάνουν, συμφώνησαν ὅτι δέν εἶχαν ἄλλη διέξοδο ἀπ᾽ τό νά προσευχηθοῦν στό Θεό.


Ὡστόσο γιά νά ἐξακριβώσουν ποιανοῦ ἡ προσευχή εἶναι ἰσχυρότερη ἀποφάσισαν νά χωρίσουν τήν περιοχή στά δύο καί νά μείνουν στίς ἀντίθετες πλευρές τοῦ νησιοῦ.


Τό πρῶτο πράγμα γιά τό ὁποῖο προσευχήθηκαν ἦταν τροφή.


Το ἑπόμενο πρωϊνό, ὁ πρῶτος ἄνδρας εἶδε ἕνα δένδρο γεμάτο φροῦτα στήν πλευρά του καί ἱκανοποίησε τήν πεῖνα του.


Ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νησιού παρέμεινε ἄγονη.


Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα, ὁ πρῶτος ἄνδρας ἔνοιωθε μοναξιά καί ἀποφάσισε νά προσευχηθῆ γιά μιά σύζυγο. Τήν ἑπόμενη μέρα, μιά γυναίκα βγῆκε κολυμπώντας στή δική του πλευρά τοῦ νησιοῦ. Στήν ἄλλη πλευρά δέν ἔγινε τίποτε.


Σύντομα ὁ πρῶτος ἄνδρας προσευχήθηκε γιά ἕνα σπίτι, ροῦχα, περισσότερη τροφή. Τήν ἑπόμενη μέρα ἔγινε τό θαῦμα!


Ὅ,τι προσευχήθηκε τοῦ δόθηκε!


Ὡστόσο ὁ δεύτερος ἄνδρας ἀκόμη δέν κατάφερε νά ἀποκτήση τίποτε.


Τελικά, ὁ πρῶτος ἄνδρας προσευχήθηκε γιά ἕνα πλοῖο ὦστε αὐτός καί ἡ σύζυγος τοῦ νά μπορέσουν νά φύγουν ἀπ᾽ τό ἐρημονήσι.


Τό πρωΐ, βρῆκε ἕνα πλοῖο ἁραγμένο στή δική του πλευρά τοῦ νησιοῦ.


Ὁ πρῶτος ἄνδρας καί ἡ σύζυγός του ἐπιβιβάστηκαν στό πλοῖο καί ἀποφάσισαν νά ἀφήσουν τό δεύτερο ἄνδρα μόνο του στό νησί.


Θεώρησαν ὅτι ὁ δεύτερος ἄνδρας ἦταν ἀνάξιος νά λάβη τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καθώς καμμιά ἀπ᾽ τις προσευχές του δέν εἰσακούστηκαν.


Καθώς τό καράβι ἦταν ἔτοιμο νά σαλπάρη, ὁ πρῶτος ἄνδρας ἄκουσε μιά φωνή ἀπ᾽ τόν Παράδεισο νά δονῆ τόν ἀέρα:


—Γιατί παρατᾶς τόν σύντροφό σου στό νησί;


—Οἱ εὐλογίες εἶναι μόνο δικές μου, καθώς ἐγώ ἤμουν αὐτός πού προσευχήθηκε γιά νά τις λάβη. Ἀπ᾽ τίς δικές του προσευχές δέν εἰσακούστηκε καμμία καί ἔτσι δέν τοῦ ἀξίζει τίποτε, ἀπάντησε ὁ πρῶτος ἄνδρας


—Κάνεις πολύ μεγάλο λάθος, τόν ἐπίπληξε ἡ φωνή. Ὁ ἄνδρας αὐτός προσευχόταν μόνο γιά ἕνα πράγμα τό ὁποῖο καί εἰσακούστηκε. Ἄν δέν γινόταν αὐτό ἐσύ δέν θά λάμβανες καμμιά ἀπ᾽ τίς εὐλογίες Μου.


—Πές μου, ρώτησε ὁ πρῶτος ἄνδρας, ποιά ἦταν ἡ προσευχή του γιά τήν ὁποία τοῦ εἶμαι ὑποχρεωμένος;


—Προσευχόταν νά εἰσακουστοῦν ὅλες οἱ προσευχές σου...



<>


Ο μικρός Μίσα από τη Ρωσία


Τό παρακάτω περιστατικό συνέβη σ᾽ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο στή Ρωσία, ὅπου περιθάλπονται μικρά παιδάκια, ἐγκαταλελειμμένα καί κακοποιημένα. Στό ὁρφανοτροφεῖο, λοιπόν, αὐτό, πῆγε παραμονές Χριστουγέννων ἕνας καθηγητής νά μιλήση στά παιδιά γιά τή μεγάλη αὐτή Ἑορτή. Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἄκουγαν γιά πρώτη φορά γιά τό Χριστό καί γιά τή Γέννησί Του. Ἕνα ἀγοράκι ἕξι χρονῶν, ὁ Μίσα, ἄκουγε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τά λόγια τοῦ καθηγητῆ.


Στή συνέχεια δόθηκαν στά παιδιά ὑλικά γιά νά φτιάξουν τή σπηλιά, τή φάτνη καί ὅλα τά σχετικά.


Παρακολουθώντας ὁ καθηγητής τά χειροτεχνήματα τῶν παιδιῶν, πρόσεξε κάτι πού τοῦ ἔκανε ἐντύπωσι σέ ἐκεῖνο τοῦ Μίσα. Μέσα στή φάτνη τοποθέτησε δύο μωρά.


—Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, τοῦ εἶπε ὁ καθηγητής. Ποιό εἶναι τό ἄλλο παιδάκι στήν κούνια;


Τότε ὁ μικρός Μίσα ἄρχισε νά τοῦ λέη τήν ἱστορία τῆς Γέννησεως τοῦ Χριστού πού πρίν λίγο εἶχε ἀκοῦσει ἀπ᾽ τό στόμα τοῦ καθηγητή, προσθέτοντας, ὄμως, καί κάτι δικό του. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο ὅπου ἡ Θεοτόκος τοποθέτησε τό βρέφος στή φάτνη συνέχισε μέ αὐτά τά λόγια:


—Τότε ὁ μικρός Χριστός γύρισε, μέ κοίταξε καί μέ ρώτησε ἄν εἶχα ἕνα μέρος νά μείνω. Ἐγώ Τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω οὖτε μητέρα, οὖτε πατέρα, οὖτε πουθενά γιά νά μείνω. Τότε ὁ Χριστός μου εἶπε νά μείνω μαζί Του.


Ἐγώ τότε σκέφτηκα πώς δέν εἶχα κανένα δώρο νά Τοῦ δώσω, ὄπως οἱ ἄλλοι. Πῶς θά μέ κρατοῦσέ μαζί Του;


Τό μόνο δώρο πού μποροῦσα νά Τοῦ προσφέρω ἦταν νά Τόν κρατήσω ζεστό. Γι᾽ αὐτό τόν ρώτησα:


—Ἄν Σέ κρατάω ζεστό, εἶναι γιά Σένα αὐτό ἕνα καλό δῶρο;


Ὁ Χριστός μοῦ ἀπάντησε:


—Ἄν Μέ κρατήσης ζεστό, αὐτό θά εἶναι τό καλύτερο δῶρο πού Μοῦ ἔχει δώσει κανεῖς ποτέ.


Ἔτσι μπῆκα στή μικρή κούνια, κι ἀφού γύρισε καί μέ κοίταξε ὁ Χριστός μοῦ εἶπε ὅτι μποροῦσα νά μείνω μαζί Του γιά πάντα.


Ὅταν τέλειωσε τήν ἱστορία ὁ μικρός Μίσα, τά μάτια του ἦταν γεμάτα δάκρυα πού ἔτρεχαν ἀσυγκράτητα στά μαγουλάκια του. Ἔσκυψε πάνω στό τραπέζι, κάλυψε τό πρόσωπο μέ τό χέρι κι ἔκλαιγε γοερά. Τό μικρό ὀρφανό εἶχε βρεῖ, ἐπιτέλους, Κάποιον πού δέν θά τόν ἐγκατέλειπε ποτέ, πού δε θά τόν κακοποιοῦσε. Κάποιον πού θά τοῦ ἔλεγε νά μείνη μαζί Του γιά πάντα.


Ἀπό: περ. Παρά τήν Λίμνην, Μηνιαία ἔκδ. Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Δημητρίου Παραλιμνίου, Δ 2008



<>



Να σου κάνω ένα χυμό και να στο φέρω


Ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Παλαμᾶς, ἡγουμ. τῆς Ἱ. Μ. Θεοτόκου Καλλίπετρας:


“Γιά ἀρκετά χρόνια ἤμασταν μόνοι στή Μονή Προδρόμου. Τό κελλί του ἦταν στό πίσω μέρος τοῦ μοναστηριού καί τό δικό μου μπροστά, κοντά στήν πύλη. Κάποια μέρα ἤμασταν καί οἱ δύο γριπωμένοι. Καιγόμασταν ἀπ᾽ τόν πυρετό ἀλλά κανείς δέν ἦταν νά μᾶς διακονήση. Εἶχα δυό πορτοκάλια στό κελλί μου. Τά ἔκανα χυμό, καί πρίν πιῶ, σκέφθηκα ὅτι πιό σωστό θά ἦταν νά τά προσφέρω στόν π. Θεωνά πού κι ἐκείνος ψήνονταν ἀπ᾽ την ἴωση κι ἴσως τά εἶχε περισσότερη ἀνάγκη. Ντύθηκα καλά βγήκα στήν παγωμένη αὐλή γιά νά πάω τό χυμό στό ἄλλο ἄκρο, στό κελλί του. Βρῆκα τόν π. Θεωνά ντυμμένο νά ἔρχεται κι αὐτός πρός τό δικό μου κελλί μέ ἕνα ποτήρι κι αὐτός στό χέρι. 


—Είχα δυό πορτοκάλια, μου ἐίπε, κι ἐίπα ὅτι θά χεις περισσότερο ἀνάγκη ἐσύ νά σου τά κάνω ἕναν χύμο καί νά στό φέρω!”.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2016/10/1959-2016.html




<>


Ποιο είναι το μικρό όνομα της γυναίκας που καθαρίζει;


Κατά την διάρκεια του δεύτερου μήνα της νοσηλευτικής σχολής ο καθηγητής μου μας έδωσε να κάνουμε ένα κουίζ. Ήμουν συνεπής φοιτήτρια και απαντούσα με ευκολία σε όλες τις ερωτήσεις, μέχρι που διάβασα την τελευταία: “Ποιο είναι το μικρό όνομα της γυναίκας που καθαρίζει;” Μάλλον πρόκειται για κάποιο αστείο σκέφτηκα.


Είχα δει την καθαρίστρια πολλές φορές. Ήταν ψηλή, μελαχρινή και γύρω στα 50. Το όνομά της, όμως, δεν το ήξερα.


Παρέδωσα το κουίζ, αφήνοντας την τελευταία ερώτηση κενή. Λίγο πριν τελειώσει το μάθημα ένας φοιτητής ρώτησε, αν η τελευταία ερώτηση θα μετρήσει στην βαθμολογία. “Εννοείται, θα μετρήσει”, απάντησε ο καθηγητής. “Στην καριέρα σας θα συναντήσετε πολλούς ανθρώπους. Όλοι τους είναι σημαντικοί. Αξίζουν την προσοχή και την φροντίδα σας, ακόμα και αν αυτό είναι ένα χαμόγελο και ένας χαιρετισμός.”


Δεν ξέχασα ποτέ το συγκεκριμένο μάθημα. Επίσης, έμαθα, ότι το όνομα της ήταν Ντόροθι.



<>



Μικρές αλήθειες...


* «Μιά ζωή στερημένη ἀπό ἀγάπη εἶναι λουλούδι πού ἀνθίζει στήν ἐρημιά καί κανείς δέν χαίρεται τήν εὐωδία του».


* «Ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία μοιάζουν μέ τούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Δέν μπορεῖς μόνο νά εἰσπράττης. Πρέπει καί νά καταθέτης».


* Μια πράξη αγάπης μπορεί να ζυμώσει “πέντε άρτους”. Μιά λέξη ευγενική μπορεί να χορτάσει “πεντακισχιλίους”.


* Τα δάκρυα της μητέρας είναι η πιο ισχυρή υδροηλεκτρική δύναμη του κόσμου.


Πηγή:


http://www.truthtarget.gr


TRUTH TARGET - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ




<>


Αγαπώ τον σκουπιδιάρη μου


Ἦταν ἕνα φιλόδοξος, νέος δημοσιογράφος. Μόλις εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπ᾽ τή σχολή δημοσιογραφίας καί κατά τά δικά μας “ἐπιχειρηματικά ἤθη”, δούλευε ἄμισθος καί ὑπό δοκιμή σέ κάποια μεγάλη ἐφημερίδα. Ἦταν παραμονές πρωτοχρονιᾶς καί ἔπρεπε νά κάνη μία ἔρευνα ἀπό πόρτα σέ πόρτα.


—Γειά σας. Λέγομαι Γιάννης… καί κάνουμε μία ἔρευνα σ᾽ αὐτή τή συνοικία…


—Δέν ἐνδιαφέρομαι! Γειά σας!, … δυνατό κλείσιμο τῆς πόρτας καί κλείδωμα.


Ἀρκετές ἑκατοντάδες πόρτες ἦταν κλειστές γιά τήν ἔρευνα τοῦ φίλου μας, ὥσπου δέν ἄντεξε καί στήν τελευταία γυναίκα πού τοῦ ἄνοιξε τῆς εἶπε:


—Πρίν μοῦ κλείσετε κατάμουτρα τήν πόρτα, δέν πουλάω τίποτε, τό μόνο πού θέλω εἶναι νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν κοινότητα.


Ἡ νεαρή γυναίκα πού ἦταν μέσα, ἔκανε μία παύσι γιά λίγο, ὕψωσε τά φρύδια της σηκώνοντας τούς ὤμους της μέ ἀπορία, μπερδεμένη ἀπ᾽ τήν εἰσαγωγή του.


—Βέβαια, Περᾶστε. Μήν δίνετε σημασία στήν ἀκαταστασία. Εἶναι δύσκολο μέ τά παιδιά.


Ἦ ταν ἕνα παλαιό διαμέρισμα σέ μία ὑποβαθμισμένη γειτονιά ὅπου μποροῦσαν νά βροῦν κατάλυμα αὐτοί πού εἶχαν πενιχρό εἰσόδημα. Μέ τά λίγα πού εἶχαν, τό σπίτι ἔμοιαζε ἄνετο καί φιλόξενο.


—Χρειάζομαι μόνο νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν οἰκογένειά σας. Ἄν καί ἀκούγεται προσωπικό, δέν χρειάζεται νά χρησιμοποιήσω τά ὀνόματά σας. Αὐτές οἱ πληροφορίες θά χρησιμοποιηθοῦν…


Ἡ γυναίκα τόν διέκοψε.


—Θά θέλατε ἕνα καφέ; Φαίνεται ὅτι εἴχατε δύσκολη μέρα.


Μολις ἐπέστρεψε μέ τόν καφέ, ἕνας ἄνδρας ἦρθε στήν ἐξώπορτα. Ἦταν ὁ σύζυγός της.


—Νίκο, ὁ κύριος ἦρθε γιά νά κάνη μία ἔρευνα.


Ὁ δημοσιογράφος σηκώθηκε καί συστήθηκε εὐγενικά. Ὁ Νίκος ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, μέ πρόσωπο τραχύ καί γερασμένο, ἄν καί πρέπη νά ἦταν γύρω στά εἴκοσι μέ εἴκοσι πέντε. Τά χέρια του ἦταν ἄγρια, ὅπως ἐκεῖνα πού γίνονται ἀπ᾽ τή σκληρή δουλειά, ὄχι ἀπ᾽ τά μολύβια. Ἡ γυναίκα ἔγειρε καί τόν φίλησε ἀπαλά στό μαγουλο. Καθώς κοιτοῦσε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μποροῦσες νά διακρίνης τήν ἀγάπη πού τούς ἕνωνε. Χαμογέλασε καί ἀκούμπησε τό κεφάλι της στόν ὦμο του. Ἐκεῖνος ἄγγιξε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια του καί τῆς εἶπε ἀπαλά:


—Σ᾽ ἀγαπῶ.


Ἴσως νά μήν εἶχαν ὑλικό πλοῦτο ἀλλά αὐτοί οἱ δύο ἦταν πιό πλούσιοι ἀπ᾽ τούς περισσότερους πού ὁ φίλος μας εἶχε γνωρίσει. Εἶχαν μία ἀγάπη δυνατή. Τήν ἀγάπη ἐκείνη πού κρατάει τό κεφάλι σου ψηλά, ὅταν τά πράγματα δέν πᾶνε καλά.


—Ὁ Νίκος δουλεύει στό δῆμο, εἶπε αὐτή. Μαζεύει τά σκουπίδια. Ξέρετε, εἶμαι τόσο περήφανη γι᾽ αὐτόν!


—Γλυκιά μου, εἶμαι σίγουρος ὅτι τόν κύριο δέν τόν ἐνδιαφέρει αὐτό, εἶπε ὁ Νίκος.


—Ὄχι, πραγματικά μέ ἐνδιαφέρει, ἀποκρίθηκε ὁ δημοσιογράφος.


—Βλέπετε κύριε, ὁ Νίκος εἶναι ὁ καλύτερος σκουπιδιάρης στό δῆμο! Μπορεῖ νά φορτώση περισσότερα σκουπίδια στό φορτηγό ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο. Μπορεῖ νά βάλη τόσα πολλά στό φορτηγό πού δέν χρειάζεται νά προσπαθήσουν πολλή ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα μέ πολύ πάθος.


—Μακροπρόθεσμα, συνέχισε ὁ Νίκος, κάνω οἰκονομία καί στά χρήματα τοῦ δήμου. Οἱ ἐργατοῶρες εἶναι λιγότερες καί τό κόστος ἀνά φορτηγό λιγότερο.


Ἐ πικράτησε ἡσυχία. Ὁ νεαρός δέν ἤξερε τί νά πῆ. Κούνησε τό κεφάλι του , μάταια ἀναζητώντας τίς κατάλληλες λέξεις.


—Εἶναι ἀπίστευτο! Οἱ περισσότεροι θά βαρυγκωμοῦσαν μέ μία δουλειά σάν κι αὐτή. Σίγουρα εἶναι δύσκολη. Ἀλλά ἡ στάσι σας ἀπέναντί της εἶναι ἐκπληκτική!, εἶπε.


Ἡ γυναίκα προχώρησε στό ράφι δίπλα στόν καναπέ. Γυρίζοντας κρατοῦσε στά χέρια της ἕνα μικρό κάδρο καί ἄρχισε πάλι νά μιλᾶ:


—Ὅταν κάναμε τό τρίτο μας παιδί, ὁ Νίκος ἔχασε τή δουλειά του. Ἤμαστε ἄνεργοι γιά κάμποσο καί τελικά μπήκαμε στό ταμεῖο ἀνεργείας. Δέν μποροῦσε νά βρῆ δουλειά πουθενά. Τότε μία μέρα τόν ἔστειλαν σέ μία συνέντευξι ἐδῶ σ᾽ αὐτή τήνν κοινότητα. Τοῦ πρόσφεραν τή δουλειά πού κάνει τώρα. Γύρισε στό σπίτι θλιμμένος καί ντροπιασμένος. Μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν τό καλύτερο πού μποροῦσε νά κάνη. Στήν πραγματικότητα θά τοῦ ἔδιναν λιγότερα ἀπ᾽ ὅ,τι ἔπαιρνε ἀπ᾽ τό ταμεῖο ἀνεργίας.


Σταμάτησε γιά λίγο, πλησίασε τό Νίκο καί εἶπε:


—Πάντα ἤμουν περήφανη γι᾽ αὐτόν καί πάντα θά εἶμαι. Βλέ πεις, δέν νομίζω ὅτι ἡ δουλειά κάνει τόν ἄνθρωπο. Πιστεύω ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τή δουλειά!


—Ἔπρεπε νά ζοῦμε στό δῆμο γιά νά πάρω τή δουλειά. Γι᾽ αὐτό νοικιάσαμε αὐτό τό σπίτι, εἶπε ὁ Νίκος.


—Ὅταν μετακομίσαμε, αὐτό τό ἀπόφθεγμα κρεμόταν στόν τοῖχο δίπλα ἀπ᾽ τήν ἐξώπορτα. Αὐτό μᾶς ἔκανε νά δοῦμε τά πράγματα διαφορετικά. Ἤξερα πώς ὁ Νίκος ἔκανε τό σωστό, εἶπε καθώς τοῦ ἔδινε ἕνα κάδρο.


Αὐτό ἔγραψε: Ἄν κάποιος πρόκειται νά γίνη ὁδοκαθαριστής, θά πρέπη νά σκουπίζη τούς δρόμους ὅπως ἀκριβῶς ζωγράφιζε ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος, ἤ ὅπως συνέθετε μουσική ὁ Μπετόβεν, ἤ ὅπως ἔγραφε ποίησι ὁ Σαίξπηρ. Θά πρέπη νά καθαρίζη τούς δρόμους τόσο καλά ὥστε ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς νά σταματήσουν καί νά ποῦν: “Ἐδῶ ἔζησε ἕνας σπουδαῖος ὁδοκαθαριστής πού ἔκανε καλά τή δουλειά του!” . Τόν ἀγαπῶ γι᾽ αὐτό πού εἶναι. Ἀλλά αὐτό πού κάνει τό κάνει μέ τόν καλύτερο τρόπο. Ἀγαπῶ τόν σκουπιδιάρη μου!



<>


Αυτό είναι...


Κάποτε, όλοι οι χωρικοί αποφάσισαν να προσευχηθούν για να βρέξει.


Την ημέρα της προσευχής, όλοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν, αλλά μόνον ένα αγόρι ήρθε με μια ομπρέλα.


Αυτό είναι ΠΙΣΤΗ.


Όταν πετάμε τα μωρά στον αέρα, γελούν, επειδή ξέρουν, ότι θα τα πιάσουμε.


Αυτό είναι ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ.


Κάθε βράδυ, πέφτουμε για ύπνο, χωρίς καμία βεβαιότητα, ότι, το επόμενο πρωϊ, θα είμαστε ζωντανοί, όμως εξακολουθούμε, να βάζουμε ξυπνητήρια, για να ξυπνήσουμε.


Αυτό είναι ΕΛΠΙΔΑ.


Σχεδιάζουμε μεγάλα πράγματα, για το αύριο, παρά την μηδενική γνώση, που έχουμε, για το μέλλον.


Αυτό είναι ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ.


Βλέπουμε τον κόσμο να υποφέρει, αλλά, συνεχίζουμε να παντρευόμαστε και να γεννάμε παιδιά.


Αυτό είναι ΑΓΑΠΗ.


Στο πουκάμισο ενός υπερήλικα, ήταν γραμμένη η πρόταση:


«Δεν είμαι 80 ετών. Είμαι γλυκά 16, με 64 χρόνια εμπειρίας».


Αυτή είναι ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ (Νοοτροπία).




<>


Ο τσαγκάρης και η αγάπη προς τον πλησίον


Χριστιανική παραβολή


Ἕνας τσαγκάρης ζοῦσε σέ ἕνα χωριό. Ζοῦσε δίκαια, εἶχε ἰσχυρή πίστι. Καί πρίν ἀπό μία ἀπ᾽ τίς μεγάλες ἐκκλησιαστικές ἑορτές, ἀρρώστησε. Θλιμμένος πού δέν θά εἶναι σέ θέσι νά μπῆ στό ναό, ξαφνικά, στίς παραμονές τῶν μεγάλων ἑορτῶν, ὁνειρεύτηκε μιά φωνή, πολύ ἥσυχη καί εὐγενική νά λέη: “Ἄν δέν μπορῆς νά ἔρθη σέ μένα, θά ἔρθω Ἐγώ σέ σένα αὐτή τήν ἡμέρα”.


Ὁ τσαγκάρης ξύπνησε καί ἤταν χαρούμενος: “Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά ἔρθη σέ μένα;” σκέφτηκε.


Ὅλο τό πρωί καθάριζε τό σπίτι του, προετοίμαζε τίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις —όσο μποροῦσε— καί προετοίμαζε τήν ἄφιξη τοῦ εὐπρόσδεκτου φιλοξενούμενου. Καί ἔτσι, κατά τή διάρκεια τῆς προετοιμασίας, εἶδε ἕνα φτωχό ἀγόρι ἔξω ἀπ᾽ τό παράθυρο. Καλώντας τόν κοντά του, ὁ τσαγκάρης ρώτησε:


—Γιατί κλαῖς;


—Ἔχω τά τελευταῖα παπούτσια μου σκισμένα σήμερα καί δέν ἔχω τίποτε νά φορέσω. Καί ζοῦμε σέ μιά φτωχή οἰκογένεια καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά ἀγοράσουμε καινούργια...


Τότε ὁ τσαγκάρης διαβεβαίωσε τό ἀγόρι καί εἶπε:


—Δῶσε μου τά παπούτσια σου, θά τά φτιάξω γιά σένα.


Μετά ἀπό ἕνα μικρό χρονικό διάστημα, τό ἀγόρι πού λάμπει ἀπό εὐτυχία, φοράει τά ἐπισκευασμένα παπούτσια του. Ἀφοῦ ἔφυγε τό ἀγόρι, ὁ τσαγκάρης συνέχισε τό ἔργο του.


Ἦταν βράδυ. Καί τότε, μιά φτωχή γυναίκα ἔρχεται σέ αὐτόν καί λέει:


—Συγχωρήστε με, παρακαλώ! Σᾶς ἔδωσα γιά νά ἐπισκευάσετε τίς μπότες μου, ἄλλα δέν ἔχω νά σᾶς τίς πληρώσω... ἀλλά δέν ἀντέχω ἄλλο χωρίς παπούτσια, ἦρθε τό κρύο...


Ὁ τσαγκάρης χαμογέλασε καί εἶπε:


—Ἔτοιμες οἱ μπότες σας. Φορέστε τες καί μην τίς πληρώσετε!


Ἦρθε ἡ νύχτα. Ἀφοῦ τελείωσε ὅλες τίς ὑποθέσεις του, ὁ τσαγκάρης καθόταν δίπλα στό παράθυρο καί περίμενε τόν φιλοξενούμενο πού ὑποσχέθηκε νά ἔρθη σέ αὐτόν. Ξάπλωσε στό κρεββάτι κουρασμένος ἀπ᾽ τήν ἄσκοπη ἀναμονή καί τότε χτύπησε ἡ πόρτα.


Ἀφοῦ τήν ἄνοιξε, ὁ τσαγκάρης εἶδε ἕναν ταξιδιώτη μπροστά του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε:


—Ἐπιτρέψτε μου νά μείνω μιά νύχτα μαζί σας. Εἶμαι στό δρόμο ὅλη τήν ημέρα, ἀλλά δέν μπορῶ νά πάω σέ κανένα, κανείς δέν μέ ἀφήνει νά μπῶ γιά τή νύκτα...


Ὁ τσαγκάρης τόν δέχτηκε στό σπίτι του. Ἀφού ἄφησε τόν ταξιδιώτη νά ξεκουραστῆ ἀπ᾽ τό δρόμο, ὕστερα τόν ἔβαλε νά κοιμηθῆ στό κρεββάτι του, καί ὁ ἴδιος ξάπλωσε στό πάτωμα. Καί πρίν κοιμηθῆ σκέφτηκε:


—Ὑποθέτω ὅτι δέν ἤμουν ἄξιος γιά τόν ἐπισκέπτη, γιατί δέν ἦρθε νά μέ δῆ σήμερα. 


Μέ μιά τέτοια ζοφερή σκέψι ἀποκοιμήθηκε .


Καί τότε στόν ὕπνο του ἄκουσε μιά ἤρεμη φωνή:


—Ήρθα σέ σένα τρεῖς φορές σήμερα καί κάθε φορά μέ δέχτηκες θερμᾶ.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/04/blog-post_87.html




<>




Μια φορά κάποιος ζήτησε απ’ το Θεό ένα λουλούδι και μια πεταλούδα. Ο Θεός όμως αντί γι’ αυτά, του έδωσε ένα κάκτο και μια κάμπια.

Αυτό στεναχώρησε τον άνθρωπο.

Δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν πήρε αυτό που ζήτησε.

Είπε μέσα του:

-Ο Θεός έχει να νοιαστεί για τόσους ανθρώπους…

Και αποφάσισε να μην ζητήσει εξηγήσεις.

Μετά από λίγο καιρό πήγε να κοιτάξει αυτά που του είχαν δοθεί και τα ‘χε ξεχάσει.

Προς έκπληξή του, απ’ τον αγκαθωτό και άσχημο κάκτο, είχε φυτρώσει ένα όμορφο λουλούδι και η άσχημη κάμπια είχε μεταμορφωθεί σε μια υπέροχη πεταλούδα.

Ο Θεός τα κάνει πάντα όλα σωστά!

Ο τρόπος που ενεργεί είναι πάντα ο καλύτερος, ακόμα κι αν σε μας φαίνεται λανθασμένος.

Αν ζήτησες από το Θεό κάτι και πήρες κάτι διαφορετικό, δείξε Του εμπιστοσύνη.

Μπορείς να είσαι σίγουρος πως Αυτός θα σου δίνει, πάντα αυτό που χρειάζεσαι τη κατάλληλη στιγμή.

Αυτό που θέλεις… δεν είναι πάντα κι αυτό που χρειάζεσαι!

Το αγκάθι του σήμερα, είναι το λουλούδι του αύριο!

Ο Θεός σου δίνει πάντα ότι σου χρειάζεται.

https://www.ekklisiaonline.gr/nea/alla-zitise-apo-ton-theo-ke-alla-o-theos-tou-edose-giati-omos-afto/


<>





«Σήμερα τελέσαμε στό ναό μας τήν ἀκολουθία τῆς Παρακλήσεως στήν Παναγία γιά τούς μαθητές πού θά διαγωνιστοῦν.
Ἀνάμεσα στό πλῆθος ἦταν καί μιά φοιτήτρια πρωτοετής ἡ ὁποία, ὅπως εἶπε, συμμετεῖχε στήν ἀκολουθία, γιά νά εὐχαριστήση τήν Παναγία γιά τήν περσινή ἐπιτυχία!
Υ.Γ. Σπουδαῖο νά ἔχη μάθει κάποιος νά εὐχαριστῆ!
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_13.html).



<>




«Μοναχός κάθε βράδυ μνημονεύει τά ὀνόματα ἀστέγων, πού τά στέλνει ὑπάλληλος σέ κεντρικό δῆμο τῆς Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή διανομή φαγητοῦ.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_7.html).
«Οἰκογένεια λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων, μεσούσης τῆς περιόδου, διέκοψε τά φροντιστήρια στήν τελειόφοιτη κόρη τους.
Ἡ καθηγήτρια, ὅμως, συνέχισε τά μαθήματα χωρίς οἰκονομικό ἀντάλλαγμα.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_5.html).




<>







«Ἅγ. Berach, ἡγούμενος τοῦ Cluain Coirpthe στό Connaught τῆς Ἰρλανδίας (†595). Eochaid ἦταν τό ὄνομα τοῦ πατέρα του καί τό ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Fionmaith. Ὅταν ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Ἐπισκόπου Daigh, ὁ ὁποῖος ἦταν γυιός τοῦ Cairell, ὁ Daigh τόν ἔστειλε σ᾽ ἕνα μύλο στήν περιοχή Magh Muirtheimhne μαζί μέ ἕνα σακί μέ σιτάρι γιά νά τό ἀλέση καί ἐκεῖ βρῆκε μπροστά στό μύλο μία γυναῖκα καί ἕνα ἀγόρι πού κατάγονταν ἀπό τήν περιοχή καί αὐτοί εἶχαν μαζί τους ἕνα σακί μέ βρώμη γιά νά τήν ἀλέσουν. Ὁ Ἅγ. Berach τούς ζήτησε νά τοῦ δώσουν τή σειρά τους στόν μύλο, ὅμως, ἐκεῖνοι δέν τοῦ τήν ἔδωσαν καί ἔτσι ἔβαλαν μαζί τό σιτάρι καί τή βρώμη στό μύλο καί αὐτά διαχωρίστηκαν μεταξύ τους μέσα στό μύλο μέ τήν θαυματουργική ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἅγ. Berach καί ἡ βρώμη βρισκόταν στήν μία μεριά καί τό σιτάρι στήν ἄλλη καί ἔτσι δέν ἀναμείχθηκαν μεταξύ τους.
Ἀπ᾽ τό Μαρτυρολόγιο τοῦ Donegal, 15 Φεβρουαρίου, σ. 49»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2016/11/berach-cluain-coirpthe.html).


<>






«Πῶς μπορεῖς νά πλησιάσης τό συγκλονιστικό αὐτό γεγονός σάν ἔκτακτο γεγονός καί νά μήν φοβᾶσαι μέ τήν γραφή σου, μήν τυχόν τό ἀδικήσεις;
Αὐτό τό γεγονός ἔγινε ἀρχές τοῦ φετινοῦ Ἰούνιου (2019), μόλις ἔσφιξαν οἱ πρώτες ζέστες.
Μᾶς δόθηκε ἡ εὐλογία ἀπ᾽ τόν πνευματικό τῆς κοπέλλας πού τῆς συνέβη τό παρακάτω... ἔκτακτο γεγονός, ἡ ὁποία καί τό ἐξομολογήθηκε ἀμέσως στόν ἴδιο, διατηρώντας τήν ἀνωνυμία της...
(Ἦταν καί ἡ πρώτη ἐξομολόγησί της μετά ἀπό χρόνια)...
Σήμερα δίδεται πρός δόξα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Μιά ὁμάδα νεαρῶν κοριτσιῶν ἀπό μιά σχολή πού ἀσχολεῖται μέ τό modeling ξεκίνησε ἀπ᾽ τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ μέ τελικό προορισμό τή Μύκονο, ὅπου καί θά γινόταν ἐπαγγελματική φωτογράφισι.
Τά παρακάτω ὅπως τά ἀφηγήθηκε ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα...
Στό γρήγορο πλοῖο τῆς γραμμῆς ὅλα ἦταν πανέμορφα.
Ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας ἦταν ξεχωριστές εἰκόνες γιά τήν κοριτσο-παρέα πού σέ λίγες ὧρες θά ἀποβιβαζόταν στή μέκκα τῆς διασκεδάσεως καί τοῦ κεφιοῦ.
Ὅμως, τό μάτι τῆς συγκεκριμένης κοπέλλας εἶχε καρφωθῆ σέ κάποιες οἰκογένειες προσκυνητῶν μέ μικρά παιδάκια, πού ὅπως φαίνεται θά ἀποβιβαζόταν στό ἐνδιάμεσο λιμάνι τῆς Τήνου γιά νά προσκυνήσουν τή Μεγαλόχαρη.
Τό μυαλό της πῆγε μερικά χρόνια πίσω, ὅταν παιδούλα τήν πῆρε ἡ γιαγιά της γιά νά προσκυνήσουν τήν Παναγία τῆς Τήνου (τήν μεγάλωνε ἡ ἴδια ἡ γιαγιά της γιατί οἱ γονεῖς της χώρισαν καί τήν ἐγκατέλειψαν).
Ὅταν μάλιστα τό πλοῖο ἔπιασε Τῆνο καί εἶδε τό πάλλευκο καμπαναριό τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε ἔκανε τό Σταυρό της καί ἕνα δάκρυ κύλησε στό μάγουλό της, ἐνθυμούμενη τήν καλή γιαγιά της πού τήν ἔχασε πρίν λίγα χρόνια.
Τό πλοῖο τῆς γραμμῆς συνέχισε καί ἡ κοπέλλα δέν ἄργησε νά βρῆ τό κέφι της μαζί μέ τίς ἄλλες πού ἔβγαζαν μέ τά κινητά τους τηλέφωνα selfies.
Σέ λίγο βρισκόταν στή χώρα τῆς Μυκόνου καί μετά ἀπό λίγο στήν ἀκτή, ὅπου θά γινόταν ἡ ἐπαγγελματική φωτογράφισι.
Ἔφτασε τό ἀπόγευμα καί ὁ ἥλιος ἔκαιγε.
Τότε σκέφτηκαν μετά τό τέλος τῆς φωτογραφίσεως νά δροσιστοῦν στή θάλασσα.
Ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα ἀποτραβήχτηκε στήν ἀπόμερη ἄκρη τῆς ἀμμουδιᾶς γιά νά κάνη ἡλιοθεραπεία ἐντελῶς γυμνή.
Ἡ ζέστη ἦταν ἀνυπόφορη καί ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα κατόπτευε τόν χῶρο γιά νά μήν ἔχη καμμία ἐνοχλητική παρουσία.
Ξαφνικά καί ἀπ᾽ τό πουθενά ἐρχόταν πρός τό μέρος της μιά μαυροφόρα μέ τσεμπέρι (αὐτά πού φοροῦσαν οἱ παλαιές νησιώτισσες).
Ντράπηκε ἡ κοπέλλα καί ἔριξε ἕνα ροῦχο πάνω της.
Ὅλο καί πλησίαζε πρός αὐτήν ἡ φιγούρα τῆς μαυροφορεμένης γυναίκας, πού ἡ θωριά της δημιουργοῦσε στήν κοπέλλα μιά πρωτόγνωρη εἰρήνη.
Πλέον βρισκόταν δίπλα της καί ἄρχισε νά τῆς μιλάη καί νά τῆς λέη...
Ἡ κοπέλλα ἀνασηκώθηκε, ἕνα αἴσθημα ντροπῆς πού ἔφτανε στό σημεῖο τοῦ φόβου τήν κατακυρίευσε, ἐνῶ ἄκουγε ἀπ᾽ τά χείλη τῆς ἄγνωστης γερόντισσας μέ τό πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο...
—Γιατί εἶσαι γυμνή; Δέν σοῦ εἶπαν ὅτι τόν Υἱοῦ μου τόν ξεγύμνωσαν πάνω στό Σταυρό γιά νά σώση ἐσένα καί ὅλο τόν κόσμο; Γιατί εἶσαι θεόγυμνη σάν τήν Ἑλλάδα πού τήν ξεγύμνωσαν οἱ ἐχθροί μου; Γιατί δέν βλέπετε τούς ἐχθρούς πού ἔρχονται κατευθείαν ἐπάνω σας;Ἡ Ἑλλάδα καί ἐσύ θά σωθῆτε ἄν φορέσετε τήν μετάνοια...
Στά ἀπότομα καί κοφτά λόγια τῆς μαυροφόρας, ἡ κοπέλλα δέν μποροῦσε νά ἀντι-πῆ ἀπολύτως τίποτε.
Μόνο ψέλλισε δειλά...
—Εἶστε ἀπ᾽ τό νησί;
Ἡ γερόντισσα ἔγνεψε ἀρνητικά τήν Κεφαλή της καί τῆς εἶπε:
—Μένω στό ἀπέναντι νησί.
Καί τῆς ἔδειξε τήν Τῆνο...
Καί μετά ἀπ’ αὐτό, ἐξαφανίστηκε ἀπό κοντά της, ἀφήνοντας τήν κοπέλλα ἄναυδη, νά σταυροκοπιέται καί νά λέη ἀπό φόβο “Παναγιά μου”...
Δέν μπορεῖ καλοί μου ἀδελφοί νά γίνονται τόσα πολλά θεοσημεῖα στήν ἐλληνική ἐπικράτεια καί ἐμεῖς νά μένουνε ἀπαθεῖς στό σχέδιο τῆς Σωτηρίας, πού ἐκπόνησε γιά ἐμάς ὁ Ἅγιος Θεός...
Προσωπικά ἐδῶ καί μιά δεκαετία βρισκόμαστε ἐπί τῶν ἐπάλξεων τῆς ἀρθρογραφίας, γνωρίζοντας ἀπό παλαιά καί ἀπό τούς Ἁγ. Πατέρες τί ἔρχεται…
Στῶμεν καλῶς
Δρ. Κωντσταντίνος Βαρδάκας
Υ.Γ. Προσπάθησα νά σᾶς τό μεταφέρω τό γεγονός αὐτό μέ τόν πτωχό λόγου μου, τά συμπεράσματα εἶναι καθαρά δικά σας»(https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/i-mechalochari-emfanizete-se-fotomontelo-stin-mykono-ke-tis-lei/).




<>








«Ἀγαπητός φίλος, παρέδωσε σέ πολύτεκνη οἰκογένεια πού μένουν στήν ἴδια πολυκατοικία καί στεροῦνται τό μεταφορικό μέσο, τό δεύτερο κλειδί τοῦ αὐτοκινήτου, σέ περίπτωσι πού χρειάζονται νά ἐξυπηρετηθοῦν.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_94.html).





<>



«Τήν πόρτα ἀνοίγω τό βράδυ
τή λάμπα κρατῶ ψηλά,
νά δοῦνε τῆς γῆς οἱ θλιμμένοι,
νά ᾽ρθοῦνε, νά βροῦν συντροφιά.

Νά βροῦνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί γιά νά πιῆ ὁ καημός
κι ἀνάμεσά μας θά στέκη
ὁ πόνος, τοῦ κόσμου ἀδελφός.

Νά βροῦνε γωνιά ν᾽ ἀκουμπῆσουν,
σκαμνί γιά νά κάτση ὁ τυφλός
κι ἐκεῖ καθώς θά μιλᾶμε
θά ᾽ρθη συντροφιά κι ὁ Χριστός»(ΜΣ).




<>






«Πατέρας καί γυιός συμμετείχαν στη Θ. Λειτουργία ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο. Ξαφνικά ὁ γυιός σκουντᾶ τόν πατέρα καί γελᾶ.
—Μπαμπά, κοίτα αὐτόν τόν κύριο, τόν πῆρε ὁ ὕπνος!
Ὁ πατέρας ρίχνει ἕνα αὐστηρό βλέμμα στό γυιό του καί τού λέει:
—Θά ἦταν προτιμότερο νά κοιμᾶσαι βαθειά παρά νά μιλᾶς ἄσχημα γιά τούς ἄλλους.
Μερικοί μοναχοί ἐπισκέφτηκαν κάποτε τόν ἀββᾶ Ποιμένα καί τόν ρώτησαν:
—Ἀββᾶ, κατά τή γνώμη σου, ἄν ὁ ἀδελφός κοιμηθῆ στήν ἐκκλησία στήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, θά πρέπη νά τόν σκουντήσουμε γιά νά ξυπνήση;
Περιμένοντας τήν ἀπάντησι, τά μάτια τῶν ἀδελφῶν ἀνοίχτηκαν διάπλατα καί τά αὐτιά τεντώθηκαν στό ἔπακρο μήν χάσουν τό παραμικρό ἀπ᾽ τήν ἀπάντησι τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα.
—Στή θέσι σας, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ ἀββᾶς, θά ἔπαιρνα ἕνα μαξιλάρι νά τό βάλω κάτω ἀπ᾽ τό κεφάλι γιά νά τόν ἀναπαύσω περισσότερο. Γιατί ὁ ἀδελφός γιά μένα εἶναι ὁ κρυμμένος Χριστός... (ἀπ᾽ τό Γεροντικό)»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_853.html).




<>





«Ἡ ἱστορία τῆς μικρῆς Ἰωάννας

Γράφω ἀπ᾽ τή θέσι μιᾶς μητέρας πού ἔπρεπε πρίν 5 χρόνια νά διαλέξη καί διάλεξε σωστά. Καί αὐτό ὑπό τίς συνθῆκες πού εἶχα ἐγώ ἡ ἴδια δημιουργήσει, κάνοντας ὅτι χειρότερο μποροῦσα γιά νά φθάσω σέ μιά ἀξιοθρήνητη κατάστασι.
Ἤμουν ἔγκυος στήν 11η ἑβδομάδα ὅταν τό ἀνακάλυψα. Επειδή ἔπασχα ἀπό μανιοκαταθλιπτική ψύχωσι ἔπαιρνα δύο δυνατά τοξικά φάρμακα (...).
Δέν ἤθελα σέ καμιά περίπτωσι νά κάνω παιδί μέ τόν ἄνδρα πού εἶχα κοιμηθῆ σάν ἀπό ἀπόγνωσι καί τόν ὁποίο δέν τόν ἤθελα δίπλα μου.
Σκεφτόμουν ὅτι ἴσως ἡ θεραπεία πού ἔκανα θά λειτουργοῦσε ἀπό μόνη της ὡς ἀντισυλληπτικό. Καί νά πού βρέθηκα ἔγκυος, μέ τόν κίνδυνο νά γεννήσω ἕνα ἀνάπηρο παιδί. Τό (...) τό ὁποῖο ἔπαιρνα τούς τρεῖς πρώτους μῆνες μπορεῖ νά προκαλέση βλάβη στή σπονδυλική στήλη τοῦ παιδιού. Ἤμουν ὑπό μεγάλη πίεσι. Ἡ γυναικολόγος μοῦ εἶπε νά κάνω ἀποβολή ὅσο πιό γρήγορα, λαμβάνοντας ὑπόψιν τά φάρμακα πού πῆρα καί τή ψυχική μου κατάστασι.  Ἡ μητέρα μου μέ πίεζε κατατρομαγμένη γιά τό τί μπορεῖ νά ἀκολουθήση, ὁ πατέρας τοῦ παιδιού τό ἴδιο. Ὅμως, ἡ ἐναλλακτική λύσι —ἡ ἔκτρωσι— μέ τρόμαζε ἀκόμη πιό πολύ: Θά γινόμουν δολοφόνος τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ μου στερώντας του τό πιό θεμελιώδες δικαίωμα μιᾶς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως τό δικαίωμα νά ζήση.
Μόλις ἔμαθα ὅτι εἶμαι ἔγκυος ἔτυχε νά δῶ στή τηλεόρασι μιά ἐκπομπή πού ἀναφερόταν σέ παιδιά μέ σοβαρές ἀναπηρίες . Ἄλλα εἶχαν σύνδρομο Down, ἄλλα εἶχαν γεννηθῆ χωρίς χέρια ἤ πόδια, ἀλλά ἔδειχναν εὐτυχισμένα πού οἱ γονεῖς τους διάλεξαν γιά αὐτά τή ζωή.
Δέν εἶχε σημασία πού ἐγώ ἤμουν ἄρρωστη, ἀνύπανδρη , ἄνεργη καί μέ τή σκοτεινή προοπτική νά γεννήσω ἕνα παιδί ἀνάπηρο.
Τό παιδί πού βρισκόταν στή κοιλιά μου θά διάλεγε τή ζωή...
Γι᾽ αὐτό ἦταν ἡ μοναδική εὐκαιρία νά δῆ τό φῶς τῆς ἡμέρας. Ἡ γενέτικη τό ἔχει ἀποδείξει πρό πολλοῦ: Εἴμαστε μοναδικοί καί ἀνεπανάληπτοι. Ἔτσι παλεύοντας πρῶτα μέ τίς φοβίες μου καί τά ἀρνητικά μου συναισθήματα, ἀποφάσισα νά ἀφεθῶ στό ἔλεος καί τή συγχώρεσι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας στήν ὁποία προσευχόμουν ἀκατάπαυστα νά μήν πέσουν οἱ ἁμαρτίες πάνω στό παιδί μου καί νά γεννηθῆ ὑγιές.
Ἄν καί δέν ἐπιθυμοῦσα νά γίνω μητέρα, ἀπ᾽ τή στιγμή πού ἀποφάσισα νά ἀπορρίψω τή τρομακτική ἐναλλακτική λύσι τῆς ἐκτρώσεως ἀισθανόμουν μέσα μου ψυχική εἰρήνη καί ψυχική δύναμι.
Ἄν καί μέχρι τούς ἐννέα μῆνες δέν ἦταν καθόλου εὔκολα (ἔβγαλα ἕνα φρονιμίτη πού μέ πονοῦσε τρομερά πέρασα δύο ἰώσεις καί μιά βαριά γρίπη τόν ἕβδομο μήνα ἐνῶ τόν τελευταῖο μήνα εἶχα τά πόδια ὑπερβολικά πρησμένα καί ἀνεβασμένη τήν πίεσι), ὡστόσο χωρίς νά πάρω κάποιο φάρμακο ἀπό αὐτά πού ἔπαιρνα γιά τά νεύρα ἡ ψυχική μου κατάστασι ἦταν σταθερή .
Τελικά γέννησα τόν Ἰανουάριο τοῦ 2004. Ὁ γιατρός πού μέ εἶχε μαλώσει ἐπειδή ἤθελα νά γεννήσω παρά τά προβλήματά μου, ἀνακοίνωσε πρῶτα στούς γονεῖς μου ὅτι εἶχαν μιά ὑγιέστατη ἐγγονή πού ζύγιζε 3,900kg.
Εἶδα τήν κόρη μου τήν Ἰωάννα τήν ἑπόμενη μέρα καί νόμιζα ὅτι ονειρεύομαι. Καί ὅλα αὐτά —ἐπειδή ἀπό μιά στιγμή καί μετά— χρησιμοποίησα τή ἐλευθερία τοῦ νά διαλέξω, σεβόμενη καί τήν ἐλευθερία μιας ἀνθρώπινης ὑπάρξεως εὐρισκόμενης στήν ἀρχή τοῦ δρόμου καί τήν ὁποία δυστυχῶς κανείς, οὔτε ἕνας ἀνθρώπινος νόμος δέν μπορεῖ νά προστατέψει, ἐκτός ἀπ᾽ τόν ηθικό νόμο πού ἐμφύσησε ὁ Θεός σέ κάθε ἄνθρωπο καί φυσικά ἡ Πρόνοια Του.

Irina Roxana Ionescu

Πηγή: περ. Lumea Credintei, N 2008»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/03/14/%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%ae%cf%82-%ce%b9%cf%89%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b1%cf%82/).


<>



«Προσευχή π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου

“Κύριε Ἰησοῦ, γνωρίζεις πολύ καλά πόσο μεγάλη εἶναι στήν ἐποχή τήν ὁποία ζοῦμε ἡ ἀνάγκη τοῦ βλέμματός Σου, τῆς φωνῆς Σου.
Γνωρίζεις ὅτι ἕνα μόνο βλέμμα Σου μπορεῖ νά ἀναστατώση τίς ψυχές μας καί ἡ φωνή Σου μπορεῖ νά μᾶς βγάλη ἀπ᾽ τήν ἀκαθαρσία τῆς ζωῆς μας!
Τό γνωρίζεις καλλύτερα ἀπό μᾶς, ὅτι ἡ παρουσία Σου εἶναι ἀπαραίτητη στήν γενιά αὐτή, πού δέν γνωρίζει τήν ἀγάπη Σου, τόν λόγο Σου.
Σέ παρακαλοῦμε ὄχι γιά νά δοῦμε τό πρόσωπο Σου, ὅπως τό εἶδαν οἱ Γαλιλαίοι, οὔτε γιά νά χαροῦμε τή χαρά τῶν ματιῶν Σου, οὔτε μέ τόν τρελλό ἐγωϊσμό νά Σέ νικήσουμε μέ τήν παράκλησί μας.
Δέν ζητᾶμε νά σε δοῦμε μέ τήν δόξα τῆς δεύτερης φανερώσεώς Σου, νά ἀκούσουμε τίς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων καί ὅλη τήν ἄλλη λειτουργία τῆς τελευταίας ἡμέρας τοῦ κόσμου, τῆς Δευτέρας Παρουσίας Σου, οὔτε ζητᾶμε τήν λάμψι τοῦ προσώπου τήν ὥρα τῆς Μεταμορφώσεώς Σου— τό ξέρεις, εἶμαστε τόσο μικροί γιά νά ἔχουμε μιά τέτοια ἀπαίτησι.
Ἐσένα θέλουμε πάνω ἀπ᾽ ὅλα, γυμνό ἀπ᾽ τά μεγαλεῖα Σου αὐτά, μόνο ἐσένα θέλουμε, ὄχι τήν μορφή Σου —δέν εἴμαστε ἄξιοι— ἀλλά τό πληγωμένο Σῶμα Σου μέ τό ἔνδυμα τοῦ κηπουροῦ, ὅπως Σέ εἶδε ἡ Μαρία, τοῦ ὁδοιπόρου, ὅπως Σέ εἶδαν ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας, τοῦ ψαρᾶ, ἐπαίτη, ὅπως Σέ εἶδαν οἱ ἐπτά ψαράδες Ἀπόστολοι.
Θέλουμε νά μᾶς δοῦν τά μάτια Σου ἐκεῖνα πού διαπερνοῦν τήν σάρκα μας, νά ἀκούσουμε τά λόγια Σου ἐκεῖνα πού θεραπεύουν τήν πληγωμένη μας ψυχή— αὐτά τά μάτια πού ματώνουν τήν ψυχή σάν πέφτουν πάνω της, αὐτά τά λόγια πού τῆς μιλοῦν μέ τόση τρυφερότητα!
Θέλουμε νά ἀκούσουμε τήν φωνή Σου, πού ταράσσει τους δαίμονες καί μαγεύει τά παιδιά!
Αὐτό τό ἐσωτερικό θαῦμα θέλουμε, ὄχι τά ἄλλα τά ἐξωτερικά...”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_503.html).
«Στό Ναό μας ὑπάρχει μιά ἁγιογραφία ἡ ὁποία χρονικά ἔχει δημιουργηθῆ, πρίν ἀπό δέκα χρόνια καί ἐξοφλήθηκε πρίν ἀπό δύο ἡμέρες ἀπό οἰκογένεια πού ἔδινε κάθε μήνα ὅσα χρήματα εἶχαν δυνατότητα.
Ὑ.Γ.: Ὡς δέησι γράφτηκε ἡ παρακάτω φράσι:
“Ὑπέρ ὑγείας φτωχῆς οἰκογένειας πού ζητᾶ πλούσια τήν χάρι”.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_756.html).



<>



«Στήν Κύπρο καί συγκεκριμένα σέ ἐνορία πού ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὑπάρχουν εἰκόνες πρός προσκύνησι, ἁγιογραφημένες γιά πιστούς πού στεροῦνται τήν ὅρασι.
Στό πάνω μέρος ἔχει τή γραφή braille, γιά νά ξέρουν ποιός Ἅγιος εἰκονίζεται καί εἶναι ἀνάγλυφες, γιά νά μποροῦν νά ψηλαφήσουν τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἁγίου.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_610.html).



<>



«Σέ ὀρεινό χωριό δέν εἶχε προγραμματισθῆ Θ. Λειτουργία.
Ὁ ψάλτης τοῦ χωριοῦ, 81 ἐτῶν, πῆγε στά 11 σπίτια τῶν κατοίκων καί τούς διάβασε τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί τό Ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας.
Ὑ.Γ.: Ἡ ἀγάπη βρίσκει τρόπους!
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_440.html).
«Χωρίς Χριστό...
Μακρυά ἀπ᾽ τό Χριστό...
Ἀπέναντι ἀπ᾽ τό Χριστό...
Δέν ὑπάρχει ἀληθινή ζωή καί πραγματική ἀγάπη...
Μέ τό Χριστό...
Κοντά στό Χριστό...
Δίπλα στό Χριστό...
Ὑπάρχει ἀληθινή ζωή γεμάτη ἀγάπη... γιατί ὁ ἴδιος εἶναι ἡ πηγή καί τῶν δύο...

π. Χρῆστος Κουτσουράκης»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_816.html).




<>





«Ἕνας 17χρονος στέλνει γράμμα στό Χριστό...

Ἰησοῦ... Χριστέ.... εἶμαι ἕνα ἁπλό παιδί, ἄν καί ἔκλεισα τά 17 μου. Εἶναι ἡ ἡλικία τῆς ἐφηβείας, ἀλλά δέν θέλω καί δέν μπορῶ νά τή σκέφτομαι. Δυσκολεύομαι.
Σοῦ γράφω κάποιες σκέψεις. Δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι θά τίς λάβης. Δέν ἔχεις κάποια διεύθυνσι. Δέν ξέρω πού βρίσκεσαι καί στό κάτω-κάτω Ποιός εἶσαι Ἐσύ. Ὁ κόσμος δέν μοῦ λέει σχεδόν τίποτε γιά Σένα. Δέν Σέ γνωρίζει καί οὔτε πού θέλει νά Σέ γνωρίση. Προσπάθησα νά μάθω κάποια πράγματα γιά Σένα, ἀλλά δέν κατάφερα τίποτε. Οὔτε τουλάχιστον τό ὄνομά Σου δέν προφέρουν οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται γύρω μου. Καί τότε, Χριστέ, πῶς νά Σέ βρῶ; Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι;
Πῶς νά εἶμαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχεις; Ὅτι μέ γνωρίζεις, ὅτι μ᾽ ἀγαπᾶς, ὅτι ἔχεις καί γιά μένα μιά σταγόνα ἀγάπης; Οἱ γύρω μου δέν Σέ βλέπουν, κοντά τούς δέν Σέ ἀισθάνομαι. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς πού μέ περιτριγυρίζουν ὑποφέρουν ἀπό ἐγωϊσμό, ἀπό ὑποκρισία, ἀπό μίσος. Δέν μοῦ λένε τίποτε γιά Σένα. Δέν θέλουν νά Σέ βροῦν, νά Σέ ἀισθανθοῦν, νά Σέ συναντήσουν.
Ὅταν τούς ρωτάω κάτι γιά Σένα μοῦ γελοῦν εἰρωνικά καί μέ κοιτάζουν μέ περιφρόνησι. Δέν ἔχουν χρόνο καί γιά Σένα. Ἴσως δέν πιστεύουν σέ Σένα. Εἶναι ἀπασχολημένοι μέ τά προβλήματά τους, τά τόσο μικρά, τά τόσο πρόσκαιρα, τά τόσα ποταπά.
Καί μέ πονάει τό ὅτι πάντοτε φαίνονται χαρούμενοι καί εὐτυχισμένοι. Τό χαμόγελο ἐμφανίζεται στά χείλη τους. Φαίνονται νά ζοῦν τή ζωή τους. Ἐγώ, ὅμως, δέν μπορῶ νά ἀισθανθῶ ἔτσι. Ἴσως δέν ξέρεις πόσο συχνά μέ βαρύνει ἡ λύπη, ἡ ἀδυναμία, ἡ μοναξιά...
Ἴσως θά ἤθελα νά εἶμαι σάν αὐτούς... ἀλλά κάτι ἀπ᾽ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μέ σταματάει! Συχνά ἀισθάνομαι ἐγκαταλελειμμένος ἀνάμεσά τους. Αἰσθάνομαι σάν ἕνα νησί λύπης καί πόνου στό μέσο ἐνός “ὠκεανοῦ εὐτυχίας”. Γιατί αὐτοί μποροῦν νά εἶναι εὐτυχισμένοι κι ἐγώ ὄχι; Ποιός κάνει λάθος Χριστέ; Αὐτοί ἤ ἐγώ; Ἄν ὑπάρχης γιατί δέν ἔρχεσαι νά μοῦ δώσης μιά καθαρή καί σίγουρη ἀπάντησι;
Ὅσοι δέν ἔχουν ἰδέα γιά Σένα, δέν ξέρουν τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τό νά διασκεδάζουν, νά ζοῦν τή ζωή τους καί τά νειάτα τους. Ἀλλά μέ ἐμένα τί θά γίνη; Σάν νά ἔχω στή ψυχή μου ἕνα παιδάκι πού κοιτάζει γύρω του τούς ἀνθρώπους καί τοῦ ἔρχεται νά κλαίη... Δέν καταλαβαίνω συχνά λόγους καί συμπεριφορές...
Γιατί μόνο τά μάτια μου ἔχουν δάκρυα πόνου; Μόνο ἐγώ πρέπει νά κλαίω; Μόνο ἐγώ δέν ἔχω τό δικαίωμα νά εἶμαι εὐτυχισμένη. Μήπως ἐσύ μ᾽ ἐμποδίζεις νά εἶμαι σάν τούς ἄλλους; Καί γιατί τό κάνεις αὐτό; Ἴσως δέν καταλαβαίνω τί περιμένεις ἀπό ἐμένα... Ἴσως δέν μπορῶ νά διακρίνω τό θέλημά Σου...
Ὅλοι μοῦ ζητοῦν, σχεδόν μέ ὑποχρεώνουν νά εἶμαι σάν αὐτούς... ἀλλά Ἐσύ δέν λές τίποτε. Ἀπολύτως τίποτε... οὔτε μιά λέξι! Καί πῶς νά ξέρω τί θέλεις ἀπό ἐμένα; Τρέφομαι μέ δάκρυα καί πάλι μέ δάκρυα... Δέν μπορῶ νά κλάψω μπροστά στούς φίλους μου. Ξέρεις καλά ὅτι κοντά τους προσπαθῶ νά χαμογελῶ καί νά φαίνομαι εὐτυχισμένος. Ἐνῶ ἄν κάποια μέρα δέν καταφέρω νά ὑποκριθῶ τόν εὐτυχισμένο καί ἡ λύπη μου πιέζει ὅλη μου τήν ὕπαρξι κανείς δέν μέ ρωτάει τί ἔχω. Ἄραγε δέν τούς ἐνδιαφέρει; Μήπως δέν βλέπουν καί δέν καταλαβαίνουν;
Ἀγαπῶ τό Θεό, ἀλλά δέν ξέρω πώς νά τό ἀποδείξω... ἀρχίζω νά πιστεύω ὅτι τά πάντα εἶναι μάταια! Ποιός μπορεῖ νά τά καταλάβη ὅλα αὐτά; Σέ ποιόν νά παραπονεθῶ; Παλεύω μέ τόν ἑαυτό μου καί προσεύχομαι σέ Σένα. Κανείς δέν μέ μαθαίνει πῶς καί τί πρέπει νά σοῦ πω. Προσεύχομαι ὅπως μοῦ ἔρθει. Ἔφτασα νά κρύβομαι ἀκόμη κι ἀπ᾽ τήν οἰκογένειά μου. Οἱ γονεῖς μου χαίρονται ὅταν πηγαίνω στή ντισκοτέκ, ἀλλά δέν χαίρονται ὅταν προσεύχομαι. Ποιός ἔχει δίκιο, Ἰησοῦ; Καί γονατίζω στά κλεφτά καί ψάχνω λόγια. Ἴσως πιό πολύ κλαίω. Τί θέλεις νά σοῦ πῶ; Πιστεύω ὅτι ξέρεις τά πάντα καί δέν ἔχεις ἀνάγκη τά λόγια μου, ἀλλά ὡστόσο ἀισθάνομαι ὅτι μέ ἀκοῦς. Καί ἄν δέν ἀισθανόμουν οὔτε ἀπό ἐσένα ἔλεος καί ἀγάπη, εἶμαι σίγουρος ὅτι θά τρελαινόμουν ἀπ᾽ τόν πόνο καί τή μοναξιά. Ἴσως δέν προσεύχομαι καλά. Ἴσως καί νά μήν προσεύχομαι καθόλου. Ἀλλά προσπαθῶ. Πρέπει! Ἐπειδή δέν μπορῶ νά εἶμαι σάν αὐτούς πού δέν προσεύχονται...
Γιά Σένα γνωρίζω ὅτι δέν μπορεῖς παρά νά συγχωρεῖς καί ν᾽ ἀγαπᾶς. Ἀκόμη ξέρω ὅτι στό πέρασμά Σου ἀπ᾽ τή γῆ τό κάθε δευτερόλεπτό Σου ἦταν ἕνας ὠκεανός πόνου. Δέν γέλασες οὔτε μιά φορά! Ἴσως νά χαμογέλασες λίγο... Ξέρω σίγουρα ὅτι ἔκλαψες· ὄχι γιά Σένα ἀλλά γιά τούς ἄλλους. Καί ξέρω ὅτι δέν ὑποσχέθηκες σέ κανένα στή γῆ εὐτυχία, ἐδώ καί τώρα. Ὑποσχέθηκες, ὅμως, τά καλύτερα γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλά γιατί ὅλα αὐτά; Τελικά δέν μπορεῖς νά δώσης κάτι γιά τή θλιμμένη μου ἐφηβεία; Δέν ἀξίζω ἕνα χαμόγελο καί μία ὥρα εὐτυχίας;
Πόσο θά ἤθελα νά μοῦ ἀπαντήσης.
Δηλαδή νά καταλάβω ὅτι ὁ κόσμος μέ ὑποχρεώνει νά ὑποφέρω; Ἴσως ἔτσι νά εἴναι. Μοῦ εἶναι εὔκολο νά Σοῦ γράψω ὅτι ὁ κόσμος γύρω μου εἶναι ἐγωϊστής, ψεύτης καί διεστραμμένος. Ἐσύ τά ξέρεις καλύτερα ἀπό ἐμένα! Μέ πληγώνει ἡ ἀδιαφορία τους. Μέ πληγώνει ἡ κακία καί ἡ ὑποκρισία τους.
Σέ ποιόν νά παραπονεθώ; Σ᾽ αὐτούς πού δέν κλαῖνε πια; Ἀκόμη θέλω νά σοῦ πῶ ὅτι μέ πονάει ἡ βρωμιά πού βλέπω γύρω μου. Πόση ὑπομονή νά κάνω ἀκόμα καί γιά πόσο ἀκόμη θά μπορέσω νά διατηρήσω αὐτή τή σταγόνα ἀξιοπρέπειας καί ἁγνότητος ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού δέν ξέρουν τίποτε ἄλλα ἀπ᾽ τό νά μιλοῦν καί νά σκέφτονται βρώμικα; Πῶς νά ἐξηγήσω σέ Σένα τόν ἀναμάρτητο ὅτι σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο τά πάντα συνοψίζονται στή διαφθορά; Δέν βλέπεις ἄραγε τή γενική κατάπτωσι πού τείνει νά μέ ρουφήξη σάν ἕνας τυφώνας; Ὅλοι θέλουν μόνο σέξ, ναρκωτικά, δυνατές συγκινήσεις.
Δέν ἔμεινε σχεδόν τίποτε καθαρό σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο. Σοῦ γράφω εἰλικρινά ὅτι προσπαθῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή νά πιστέψω σέ Σένα. Καί ἀναρωτιέμαι ἄν θά τά καταφέρω... Ὁ κόσμος πού δημιούργησες θά ἔπρεπε νά εἶναι καλός. Ἔτσι τόν θέλησες, ἔτσι τόν ἀγάπησες. Ἀλλά τώρα τί καλό ὑπάρχει σ᾽ αὐτόν; Μέχρι καί τό χορτάρι, ἡ ὀμορφιά ἑνός λουλουδιοῦ καί τό χαμόγελο ἑνός παιδιοῦ “τσαλαπατοῦνται” ἤ καί ἀγνοοῦνται. Καί τότε τί καί ποιός μέ βοηθάει νά πιστέψω σέ Σένα;
Ἔγινα στόχος εἰρωνειῶν τῶν γύρω μου. Ἄν μιλοῦσα βρώμικα καί ζοῦσα μιά ζωή πρόστυχη κανείς δέν θά γελοῦσε μαζί μου. Δέν θά ἔβλεπαν κάτι τό διαφορετικό, θά μέ θεωροῦσαν δικό τους. Ὡστόσο ἐγώ δέν θέλω νά φτάσω νά γίνω αὐτό πού τώρα μέ ἀηδιάζει.
Ἄν Ἐσύ, Ἰησού, ζοῦσες γιά μιά μέρα στήν κοινωνία πού ἐγώ ζῶ, τί θά ἔκανες; Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά μοῦ πῆ; Ὅλοι χαίρονται γύρω μου, ἐγώ δέν τά καταφέρνω. Ὧρες-ὧρες ἀπελπίζομαι Ἰησοῦ. Ἀξίζει νά ὑποφέρω κι ἄν ὁ κόσμος ἔχει δίκαιο ὅταν μοῦ λέη ὅτι δέν ὑπάρχεις, ὅτι εἶσαι ἕνας μύθος; Μήπως δέν κάνω τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τό νά χάνω τίς χαρές καί τίς ἱκανοποιήσεις τῆς νιότης; Μήπως μετά τό θάνατο δέν ὑπάρχει τίποτε; Μήπως δέν θά εἶμαι εὐτυχισμένος καί στήν ἄλλη ζωή;
Μήπως δέν βλέπεις ὅτι πολλοί γύρω μου δέν πιστεύουν σέ Σένα; Πολλοί ὁρκίζονται ὅτι εἴδαν ἐξωγήινους καί ὅτι θά ἤθελαν πολύ νά ὑπάρχουν, ἀλλά Ἐσένα δέν Σέ δέχονται. Πιστεύουν σέ χαμένους πολιτισμούς, ἀλλά γιά Σένα δέν θέλουν ν᾽ ἀκούσουν. Θέλω ἀκόμη νά ξέρης ὅτι κάποιες φορές ἡ μοναξιά μου γίνεται ἀπόλυτη. Δέν ξέρω σέ ποιόν νά ἔχω ἐμπιστοσύνη. Ποιός εἶναι στ᾽ ἀλήθεια φίλος μου; Ζῶ 17 χρόνια σ᾽ αὐτή τή γῆ καί ἀκόμη δέν ξέρω σέ ποιόν νά ἔχω ἐμπιστοσύνη. Συχνά προδόθηκα, συχνά πληγώθηκα. Ἀπό ποιόν; Ἀπό ἐκείνους πού τό περίμενα λιγότερο, πού περίμενα μιά ἀληθινή στήριξι... Ἄν θά ἤμουν σίγουρη ὅτι εἶσαι κοντά μου... Ἄν θά μποροῦσα γιά λίγα λεπτά ν᾽ ἀκουμπήσω τό κεφάλι μου στήν ἀγκαλιά Σου καί νά ἀισθανθῶ ὅτι κάποιος μέ συγχώρησε καί μέ ἀγάπησε πραγματικά.
Ἐσύ ἄραγε εἴχες φίλους; Δεῖξε μου, μάθε μου τί εἶναι φιλία! Κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι οἱ κορυφές τῶν βουνῶν δέν ἔχουν πατηθῆ τόσο ὅσο οἱ πλατεῖες. Ὅσο πιό ψηλά ἀνεβαίνεις, τόσο λίγοι σέ συντροφεύουν στό δρόμο. Ἐγώ προσπαθῶ νά ἀνέβω πρός ἐσένα. Γι᾽ αὐτό μένω ὅλο καί πιό μόνος. Ὅλο καί πιό ἀπογοητευμένος. Μ᾽ ἐγκαταλείπουν σταδιακά ὅλοι ὅσοι εἶχα ἐμπιστοσύνη. Δέν μέ καταλαβαίνουν, δέν μέ πιστεύουν. Ἴσως δέν φταῖνε αὐτοί. Δέν μποροῦν νά μοῦ δώσουν ὅτι ζητῶ, ἐπειδή δέν ἔχουν ἀπό πού. Δέν τούς ἔμαθε κανείς τί εἶναι ἀφοσίωσι, φιλία, εἰλικρινής ἀγάπη, αὐτοθυσία...Ἴσως!
Οἱ ἄνθρωποι δέν δίνονται πιά ὁλοκληρωτικά. Μένει πάντοτε μιά σκιά ἐγωϊσμοῦ στόν καθένα μας. Ἴσως καί φοβοῦνται νά δοθοῦν ὁλοκληρωτικά θυσιάζοντας τόν ἑαυτό τους. Ἴσως καί νά μήν μοῦ ἔχουν ἐμπιστοσύνη. Ἴσως καί ἐγώ, ὅμως, ν᾽ ἀπογοητευω τούς ἄλλους. Ἀλλά ὡστόσο ἔχω ἀνάγκη ἕνα στήριγμα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, ἔναν ὤμο ν᾽ ἀκουμπήσω τό κεφάλι μου.
Ἔχω ἀνάγκη κάποιον πού νά σκέφτεται καί νά ἀισθάνεται σάν ἐμένα. Νά ἔχω τουλάχιστον πού καί πού τή βεβαιότητα ὅτι δέν περιπλανιέμαι μάταια σ᾽ ἔναν κόσμο ψεύτη καί ἐγωιστή. Ἔχω τήν ἀνάγκη νά λέω κάπου τόν πόνο μου.
Θά ἤθελα νά τά λέω ὅλα αὐτά σέ Σένα. Ἀλλά μερικές φορές μοῦ φαίνεται ὅτι Εἶσαι πολύ μακρυά! Γιατί ἄφησες μιά τόσο μεγάλη ἀπόστασι ἀνάμεσα σέ Ἐσένα καί σέ ἐμένα Ἰησοῦ; Γιατί κάποιες σπάνιες φορές ἀισθάνομαι ὅτι μ᾽ ἀγαπᾶς, ὅτι μέ συγχωρεῖς, ὅτι μέ βοηθᾶς σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μου, ἐνῶ τίς πιό πολλές φορές ἀισθάνομαι ὅτι οὔτε δέν ξέρεις ἄν ὑπάρχω. Μήπως ἐπειδή ἁμαρτάνω καί οἱ ἁμαρτίες μου Σέ ἀπομακρύνουν καί Σέ λυποῦν; Μήπως πιστεύεις ὅτι μοῦ ἀρέσει νά βυθίζομαι στή λάσπη, τή βρωμιά τήν ὁποία καί ἐγώ σιχαίνομαι καί θέλω ν᾽ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾽ αὐτή μιά γιά πάντα;
Μισῶ τήν ἁμαρτία, ἀλλά μοῦ φαίνεται ἀδύνατον νά μήν κάνω λάθος. Ὅταν πέφτω, αἰσθάνομαι κατάθλιψι. Τότε καταλαβαίνω τί εἶναι κόλασι. Καί ὑπόσχομαι νά μήν ἐπαναλάβω τό ἴδιο λάθος. Ἀλλά εἶμαι ἕνα παιδί, Ἰησοῦ καί εἶμαι ἀδύναμο. Εἶμαι μόνος σ᾽ ἔναν κόσμο βρώμικο καί ὑποκριτή. Ἀλήθεια, δέν τά ξέρεις ὅλα αὐτά; Καί ὡστόσο ἁμαρτάνω. Μερικές φορές μισῶ τόν ἑαυτό μου. Θά ἔδινα τό πᾶν νά ξεκινῶ κάθε φορά ἀπ᾽ τήν ἀρχή. Ἀλλά ξέρω ὅτι δέν γίνεται.
Τί εἶναι τό καλό; Τί εἶναι τό ὄμορφο; Ποιος θά μέ μάθη; Ποιός θά μέ μάθη; Ποιός θά μοῦ δείξη; Μέ ἀφήνεις νά διαλέξω μόνος. Ξέρω ὅτι σέβεσαι τήν ἐλευθερία μου... ἀλλά δώσε μου ἕνα σημάδι ὅτι βρίσκομαι στόν καλό δρόμο!
Σέ παρακαλῶ καί κάτι ἀκόμη... νά μοῦ πῆς ποιός εἶμαι καί ποιός ὁ σκοπός μου στή γῆ. Οἱ ἄλλοι μέ εἰρωνεύονται ὅταν ἀκοῦν αὐτή μου τήν ἐπιθυμία. Ἐσύ μ᾽ ἔφερες σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο; Καί τί περιμένεις ἀπό ἐμένα;
Ὑπάρχει Ἰησοῦ ζωή μετά τό θάνατο; Τήν ἀπάντησι δέν μπορῶ νά τή βρω στούς γύρω μου. Αὐτοί ζοῦν μόνο γιά τό σήμερα. Γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς ὀρέξεις καί τίς ἐπιθυμίες τους. Δέν σηκώνουν τά μάτια τους πέρα ἀπ᾽ τόν ὁρίζοντα, πέρα ἀπ᾽ τό αὔριο. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάνουν πλάνα γιά τό μέλλον. Σέ πλάνο, ὅμως, διανοητικό καί ὑλικό. Μοῦ φαίνεται ὅτι θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους, ἀθάνατους, ποτέ δέν θέτουν τό θέμα τοῦ θανάτου. Ποιόν νά πιστέψω; Βοήθα μέ νά πιστέψω...
Λέγονται τόσα πολλά γιά Σένα... Ὑπάρχουν γνῶμες πού ἀντιφάσκουν ὁλοφάνερα, Χριστέ! Ὅλο καί πιό λίγες φωνές λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ὑἱός τοῦ Θεοῦ ὁ ἐνανθρωπήσας γιά τή σωτηρία μας. Γιά νά μήν πῶ καί ὅτι γιά τό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασι μόνο στίς ἐκκλησίες μιλᾶνε πια. Γιά πολλούς δέν εἶσαι παρά ἕνας ἄνθρωπος σάν ὅλους τούς ἄλλους. Σέ κατέβασαν στό ἐπίπεδό τους, σ᾽ ἔκαναν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσί τους, μήπως καί τούς κρίνεις, μήπως καί ἀποκτήσεις κανένα δικαίωμα νά τούς ἐπιπλήξης γιά κάτι. Αὐτοί θέλουν νά εἶσαι ἕνας σάν κι αὐτούς. Τό ἴδιο βρώμικος, τό ἴδιο ἄσχημος, τό ἴδιο ἐμπαθής.
Ἐνώ ἐσύ, Χριστέ, δέν λές τίποτε. Δέν θέλεις κι ἐσύ νά ὑπερασπιστῆς τόν Ἑαυτό Σου;
Διάβασα τό “Μύθο τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστή”. Πόσο δίκαιο εἶχε ὁ ἰδιοφυής συγγραφέας! Ἐσύ δέν ξέρεις νά ὑπερασπιστῆς τόν Ἑαυτό Σου. Δέν τό ἔκανες οὔτε μπροστά στόν Πιλάτο. Δέν τό ἔκανες οὔτε μπροστά στά ἑκατομμύρια τῶν Πιλάτων καί τῶν Ἰούδων τῶν ἡμερῶν μας. Ἐσύ μόνο σωπαίνεις, ἀγαπᾶς καί σέ ὅσους ἐξομολογοῦνται τίς ἁμαρτίες τους στόν πνευματικό, σβήνεις τίς ἀμαρτίες τους μέ τό σπόγγο τοῦ ἐλέους Σου. Ἴσως θά ἔπρεπε ἐγώ νά σωπάσω καί ἐσύ νά μιλᾶς... θά ἔπρεπε ἡ βρωμιά καί τό κακό νά ἐξαφανιστοῦν, ἐνῶ ὅτι εἶναι καθαρό καί ὄμορφο νά ἔχη μιά εὐκαιρία στή ζωή καί στό φῶς.
Θά ἤθελα νά Σου γράψω κι ἄλλα. Ἀλλά ἐσύ τά ξέρεις ὅλα. Ἐσύ δέν ἔχεις ἀνάγκη τά λόγια μου, ἀλλά ἐμένα, τήν καρδιά μου. Ἐσύ δέν ἔγραψες τίποτε... οὔτε μιά λέξι. Ἐσύ μόνο ἀγάπησες. Θυσιάστηκες καί θεράπευσες τίς ἀδυναμίες μας καί τά βάσανά μας.
Θεράπευσέ μέ καί ἐμένα Ἰησοῦ.
Δῶσε μου δύναμι νά ὑπάρχω.

Ἀπό τό βιβλίο “Invitatii la libertate”, μοναχού Παυλίνου»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/03/21/%ce%ad%ce%bd%ce%b1%cf%82-17%cf%87%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%bd%ce%b5%ce%b9-%ce%b3%cf%81%ce%ac%ce%bc%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%87%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84/).



<>




«Το ωραίο ποίημα τοῦ Βαλαωρίτη μήπως θά βρῆ καί σήμερα τή θέσι του, ἔστω κι ἄν φαίνεται ἀδύναμη ἡ Ἑλλάδα μας μπροστά στό βράχο τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καί τοῦ Δ.Ν.Τ.;...

Ὁ βράχος καί τό κύμα (Βαλαωρίτης Ἀριστοτέλης)

“Μέριασε, βράχε, νά διαβῶ!” τό κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στήν πέτρα τοῦ γιαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
“Μέριασε! Μέ τά στήθη μου, πού ‘σαν νεκρά καί κρύα
μαῦρος βοριάς ἐφώλιασε καί μαύρη τρικυμία.
Ἀφρούς δέν ἔχω γι᾽ ἄρματα, κούφια βοή γι᾽ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μέ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, πού βαρέθηκε, τοῦ κόσμου πού ‘πε τώρα:
“Βράχε, θά πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!”
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο ‘γλυφα καί σο ‘πλενα τά πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ᾽ ἐκοίταζες καί φώναζες τοῦ κόσμου,
νά δῆ τήν καταφρόνεσι πού πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντίς ἐγώ κρυφά-κρυφά, ἐκεῖ πού σέ φιλοῦσα,
μέρα καί νύχτα σ᾽ ἔσκαφτα τή σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
και τήν πληγή πού σ᾽ ἄνοιγα, τό λάκκο πού ‘θε κάμω,
μέ φύκη τόν ἐπλάκωνα, τόν ἔκρυβα στόν ἄμμο.
Σκύψε νά ἰδῆς τή ρίζα σου στῆς θάλασσας τά βύθη,
τά θέμελά σου τά ‘φαγα, σ᾽ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νά διαβῶ! Τοῦ δούλου τό ποδάρι
θα σέ πατήση στό λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι...”

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στήν καταχνιά κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τό μέτωπο, σχισμένο ἀπό ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, πού ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρα του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καί στόν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθῶς ἀνεμοδέρνουνε καί φτεροθορυβούνε
τή δυσωδία τοῦ νεκροῦ τά ὄρνια ἄν μυριστοῦνε.

Τό μούγκρισμα τοῦ κύμματος, τήν ἄσπλαχνη φοβέρα,
χίλλιες φορές τήν ἄκουσεν ὁ βράχος στόν ἀθέρα
ν᾽ ἀντιβοᾶ τρομαχτικά χωρίς κἄν νά ξυπνήση,
καί σήμερα ἀνατρίχιασε, λές θά λιγοψυχήση.
“Κύμμα, τί θέλεις ἀπό μέ καί τί μέ φοβερίζεις;
Ποιός εἶσαι σύ κι ἐτόλμησες, ἀντί νά μέ δροσίζης,
ἀντί μέ τό τραγούδι σου τόν ὕπνο μου νά εὐφραίνης,
καί μέ τά κρύα σου νερά τή φτέρνα μου νά πλένης,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾽ ἀφρούς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἄν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δέν πεθαίνω!”

“Βράχε, μέ λένε ἐκδίκησι. Μ᾽ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολή καί καταφρόνεσι. Μ᾽ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιά φορά καί τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδώ μέσα στά σπλάχνα μου, βλέπεις, δέν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιά καί καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σέ ζητοῦν τοῦ ἅδη μου τ᾽ ἀχνάρια...
Μ᾽ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... μέ φόρτωσες κουφάρια...
Σέ ξένους μ᾽ ἔριξες γιαλούς... τό ψυχομάχημά μου
τό περιγέλασαν πολλοί καί τά πατήματά μου
τά φαρμακέψανε κρυφά μέ τήν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νά διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!”

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τό κύμμα στήν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τό κούφιο τό κορμί του.
Χάνεται μέ τήν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σά νά ‘ταν ἀπό χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιά λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δέν ἀπομένει
στόν τόπο πού ‘ταν τό στοιχειό, κανείς παρά τό κύμμα,
πού παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπ᾽ τό μνῆμα»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/05/05/%ce%bf-%ce%b2%cf%81%ce%ac%cf%87%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%ce%ba%cf%8d%ce%bc%ce%b1/).



<>




«Ἀπ᾽ τήν ἔχθρα στήν συγχώρησι!

Μιά ἀληθινή ἱστορία

Τοῦ Johann Christoph Arnold

Ὅταν ἡ διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ ἐκτελέστηκε στίς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 1998, στό Χάντσβιλλ τοῦ Τέξας, μία μικρή ὁμάδα διαδηλωτῶν ἐνάντια στή θανατική ποινή ἔκαναν μία ὁλονυχτία μέ ἀναμμένα κεριά. Ἀλλά πολλές περισσότερες ἑκατοντάδες ἦταν ἐκεῖ ἔξω ἀπ᾽ τή φυλακή γιά νά χαροῦν γιά τό θάνατό της. Ἕνα πανό πού κρατοῦσε κάποιος τά ἔλεγε ὅλα: “Εἶθε ὁ Παράδεισος νά σέ βοηθήση. Εἶναι τόσο σίγουρο ὅσο ἡ κόλασι, ὅτι ἐμεῖς δέν θά σέ βοηθήσουμε!”.
Μέσα στή φυλακή, ὡστόσο, ἕνας ἄνδρας, ὀνόματι Ρόν Κάρλσον, προσευχόταν γιά τήν Κάρλα καί ὄχι στήν αἴθουσα τῶν μαρτύρων ὅπου βρίσκονταν οἱ οἰκογένειες τῶν θυμάτων τῆς Κάρλα, ὅπου λογικά θά ἔπρεπε νά εἶναι, ἀλλά στό χῶρο πού ἡ φυλακή παρεῖχε γιά τήν οἰκογένεια τῆς δολοφόνου.
Ἔχουν περάσει δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνώρισα τόν Ρόν καί ἄκουσα τό ἀξιοθαύμαστο ταξίδι του ἀπ᾽ τό μίσος στή συμφιλίωσι, ἀλλά αὐτά πού μοῦ εἶπε εἶναι κολλημένα στό μυαλό μου λές καί ἦταν χτες: “Λίγο μετά πού εἶχα γυρίσει σπίτι μετά ἀπό μία μέρα κοπιαστικῆς δουλειᾶς (ἦταν 13 Ἰουλίου τοῦ 1983) χτύπησε τό τηλέφωνο. Ἦταν ὁ πατέρας μου. Εἶπε, “Ρόν, πρέπει νά ἔρθης ἀμέσως στό μαγαζί. Ἔχουμε λόγους νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀδελφή σου δολοφονήθηκε.” ἔπεσα στό πάτωμα. Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω. Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω ἀκόμα κι ὅταν εἶδα στήν τηλεόρασι τό σῶμα τῆς ἀδελφῆς μου νά τό μεταφέρουν ἔξω ἀπό ἕνα διαμέρισμα. Ἡ Ντέμπορα ἦταν ἀδελφή μου, καί μέ εἶχε μεγαλώσει. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν χωρίσει ὅταν ἤμουν πολύ μικρός, ἕξι χρονῶν. Δέν εἶχα ἀδελφούς μόνο μία μεγαλύτερη ἀδελφή καί γι’ αὐτό ἡ Ντέμπορα ἦταν κάτι τό πολύ ἰδιαίτερο γιά μένα. Πολύ ἰδιαίτερο.
Ἡ Ντέμπορα φρόντιζε πάντα νά ἔχω ροῦχα, καί νά ὑπάρχη φαγητό στό τραπέζι. Μέ βοηθοῦσε στά μαθήματά μου, καί μέ χτυποῦσε στά χέρια ἄν ἔκανα κάτι λάθος. Εἶχε γίνει ἡ μητέρα μου.
Τώρα ἦταν νεκρή, μέ δεκάδες μώλωπες ἀπό γροθιές σ᾽ ὅλο της τό σῶμα, καί τήν πληγή ἀπό σφαίρα στήν καρδιά της. Ἡ Ντέμπορα δέν ἦταν ἄνθρωπος πού εἶχε ἐχθρούς. Ἁπλά βρέθηκε στό λάθος μέρος, τήν λάθος ὥρα. Οἱ δολοφόνοι εἶχαν ἔρθει νά κλέψουν ἀνταλλακτικά μοτοσικλετῶν ἀπ᾽ τό σπίτι πού αὐτή ἔμενε, καί ὅταν ἀνακάλυψαν τόν Τζέρρυ Ντήν, τόν ἄνθρωπο μέ τόν οποίο ἦταν μαζί, τόν χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω ἀπό μεγάλη ἐπήρεια ναρκωτικῶν. Μετά ἀνακάλυψαν τήν Ντέμπορα κι ἔτσι ἔπρεπε νά τήν σκοτώσουν κι αὐτήν...”.
Tό Xιοῦστον ἦταν ἀνάστατο. Οἱ ἐφημερίδες περιέγραφαν μέ πηχυαίους τίτλους τό ἔγκλημα, καί ἡ πόλι ζοῦσε σέ φόβο. Μερικές βδομάδες ἀργότερα οἱ δολοφόνοι —δύο ναρκομανεῖς, ἡ Κάρλα Τάκερ καί ὁ Ντάνιελ Γκάρετ— παραδόθηκαν ἀπό συγγενεῖς. Στή συνέχεια δικάστηκαν καί καταδικάστηκαν σέ θάνατο. Ὁ Ντάνιελ ἀργότερα πέθανε στή φυλακή. Ὡστόσο ὁ Ρον δέν αἰσθανόταν ἀνακούφισι: “Χάρηκα πού συνελήφθηκαν, φυσικά, ἀλλά ἤθελα νά τούς σκοτώσω ἐγώ ὁ ἴδιος. Εἶχα γεμίσει μέ ἀπόλυτο μίσος, καί ἤθελα νά ἰσοφαρίσω. Ἤθελα νά χτυπήσω τήν καρδιά τῆς Κάρλα ὅπως ἐκείνη εἶχε κάνει στήν ἀδελφή μου”.
Ὁ Ρόν λέει ὅτι ἀπό πρίν τό θάνατο τῆς ἀδελφῆς του, εἶχε πρόβλημα μέ τό ποτό καί τά ναρκωτικά, ἀλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα καί ὁ πατέρας τους πυροβολήθηκε ἀπό ληστές.
“Συχνά μεθοῦσα, καί βυθιζόμουν στά ναρκωτικά ὅπως LSD καί μαριχουάνα καί ὅτι ἄλλο ἔβρισκα. Ἐπίσης, συνεχῶς τσακωνόμουν μέ τή γυναῖκα μου. Ἤθελα νά σκοτώσω τόν ἐαυτό μου...
Τότε ἕνα βράδυ, ἀισθανόμουν ὅτι δέν ἄντεχα ἄλλο, καί σκεφτόμουν ὅτι ἔπρεπε νά κάνω κάτι γιά τό μίσος καί τήν ὀργή πού μέ πλημμύριζαν. Εἶχαν γίνει τόσο ἄσχημα μέσα μου, πού ἤθελα συνεχώς νά κάνω κακό σέ ἀντικείμενα καί ἀνθρώπους. Βάδιζα στό ἴδιο μονοπάτι μέ τούς δολοφόνους τῆς ἀδελφῆς μου καί τοῦ πατέρα μου. Ἐκεῖνο τό βράδυ, ὅμως, ἀποφάσισα νά ἀνοίξω τή Βίβλο, καί ἄρχισα νά διαβάζω.
Ἦταν ἀλήθεια παράξενο. Ἤμουν κάτω ἀπό ἐπήρεια ναρκωτικῶν καί διάβαζα τό Λόγο τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά ὅταν ἔφτασα ἐκεῖ πού σταύρωσαν τόν Ἰησοῦ ἔκλεισα ἀπότομα τό βιβλίο. Γιά κάποιο λόγο μέ χτύπησε στήν καρδιά ὅπως ποτέ πριν: “Θεέ μου”, σκέφτηκα, “σκότωσαν ἀκόμα καί τόν Ἰησοῦ!”.
Τότε ἔπεσα στά γόνατά μου καί δέν τό εἶχα κάνει ποτέ πρίν αὐτό —καί ζήτησα ἀπ᾽ τό Θεό νά ἔρθη στή ζωή μου καί νά μέ ἀλλάξη ὅπως ἐκεῖνος ἤθελε νά εἶμαι, καί νά εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς μου. Αὐτό ἦταν βασικά πού συνέβη ἐκεῖνο τό βράδυ.
Ἀργότερα διάβασα περισσότερο τή Βίβλο, καί μία γραμμή ἀπ᾽ τό Πάτερ Ἡμῶν —ἐκείνη ἡ γραμμή πού λέει “συγχώρησέ μας ὅπως καί ἐμεῖς συγχωροῦμε” —πήδηξε ἔξω ἀπ᾽ τό κείμενο πρός ἐμένα. Τό νόημα φαινόταν καθαρό: “Δέν θά συγχωρηθῆς ἄν δέν συγχωρήσης”. Θυμᾶμαι ὅτι ἐπιχειρηματολογοῦσα μέ τόν ἑαυτό μου: “Δέν μπορῶ ἐγώ νά τό κάνω αὐτό, ποτέ δέν θά μποροῦσα νά κάνω κάτι τέτοιο”. Καί ὁ Θεός φαινόταν νά μοῦ ἀπαντάη ἀμέσως, “Καλά, Ρόν, ἐσύ δέν μπορεῖς. Ἀλλά μέσῳ ἐμένα μπορεῖς”.
Δέν πέρασε πολύς καιρός καί μία μέρα μιλοῦσα μέ ἕνα φίλο στό τηλέφωνο, καί μέ ρώτησε ἄν ἤξερα ὅτι ἡ Κάρλα ἦταν σέ μία φυλακή στήν πόλι μας. “Θά πρέπη νά πᾶς ἐκεῖ καί νά τῆς πῆς τίς σκέψεις σου”, μοῦ εἶπε. Αὐτός ὁ φίλος δέν ἤξερε τήν πνευματική μου πορεία, καί δέν τοῦ εἶπα τίποτε. Ἀλλά ἀποφάσισα νά πάω νά δῶ τήν Κάρλα.
Ὅταν πῆγα ἐκεῖ καί τήν ἀντίκρισα τῆς εἶπα ὅτι εἶμαι ὁ ἀδελφός τῆς Ντέμπορα. Δέν εἶπα τίποτε ἄλλο στήν ἀρχή. Μέ κοίταξε παράξενα καί εἶπε, “Ποιός εἶπες ὅτι εἶσαι;”, ἐπανέλαβα, ἀλλά ἀκόμα μέ κοιτοῦσε ἀποσβολωμένη, σάν νά μήν πίστευε αὐτό πού ἄκουγε. Μετά ξέσπασε σέ κλάμα.
Εἶπα, “Κάρλα, ὅ,τι καί νά βγῆ ἀπ’ αὐτό, θέλω νά ξέρης ὅτι ἐγώ σέ συγχωρῶ, καί δέν ἔχω τίποτε ἐναντίον σου.“Ἐκείνη τή στιγμή ὅλο τό μίσος καί ἡ ὀργή ἔφυγε. Ἦταν σάν ἕνα μεγάλο βάρος νά σηκώθηκε ἀπ᾽ τούς ὤμους μου”.
Ὁ Ρόν λέει ὅτι μίλησε πολύ ὥρα μέ τήν Κάρλα, καί στή διάρκεια τῆς συνομιλίας του ἀνακάλυψε ὅτι κι ἐκείνη, ἐπίσης, πρόσφατα εἶχε πιστέψει στό Θεό, καί ὅτι ἡ πίστι της εἶχε ἀλλάξει τή στάσι της γιά τή ζωή. Ἦταν τότε πού ὁ Ρόν ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νά ξαναπάη καί νά μάθη περισσότερα γι’ αὐτήν:
“Στήν ἀρχή ἁπλά ἤθελα νά πάω καί νά τήν συγχωρήσω καί νά φύγω, ἀλλά μετά ἀπό ἐκείνη τήν πρώτη ἐπίσκεψι χρειαζόμουν νά πάω ξανά. Ἤθελα νά ἀνακαλύψω ἄν ἦταν εἰλικρινής γιά τή Χριστιανική πορεία τήν οποία ἰσχυριζόταν ὅτι εἶχε. Ἐπίσης, ἤθελα νά μάθω γιατί οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ποτέ δέν τό ἔμαθα αὐτό, ἀλλά ἔμαθα ὅτι ἡ Κάρλα ἦταν εἰλικρινής. Ἐπίσης, ἀνακάλυψα, μέσα ἀπό αὐτήν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νά ἀλλάξουν καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζωντανός.
Ἡ μητέρα τῆς Κάρλα ἦταν πόρνη καί ναρκομανής, καί εἰσήγαγε τήν κόρη της ἀπό πολύ νεαρή ἡλικία σέ ὅλα αὐτά. Ἡ Κάρλα εἶχε ἀρχίσει νά κάνη ἐνέσεις ἡρωίνης ἀπό δέκα ἐτῶν. Στή φυλακή ἦταν πού ἄλλαξε ἡ ζωή τῆς 180 μοῖρες —μέσῳ μίας διακονίας πού ἀσχολοῦνταν μέ γυναῖκες καί ἔδινε Βίβλους καί μιλοῦσε γιά τό νόημα τῆς ζωῆς μέ τό Θεό”. Ὁ Ρόν ἐπισκεπτόταν κάθε δύο μῆνες τήν Κάρλα, ἐνόσω αὐτή ἀνέμενε τήν ἐκτέλεσί της, γιά τά ἐπόμενα δύο χρόνια, καί ἐπίσης ἀλληλογραφοῦσε μέ αὐτή. Σύντομα εἶχαν γίνει στενοί φίλοι.
Θυμᾶται: “Οἱ ἄνθρωποι γύρω μου δέν μποροῦσαν νά τό πιστέψουν. Ἔλεγαν πῶς εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι κάτι πάει στραβά μέ ἐμένα —ὅτι θά ἔπρεπε νά μισῶ τόν ἄνθρωπο πού σκότωσε τήν ἀδελφή μου, ὄχι νά τήν πλησιάζω. Ἕνας συγγενής μοῦ εἶπε ὅτι ντρόπιαζα τή μνήμη τῆς ἀδελφῆς μου μέ τόν τρόπο πού ἐνεργοῦσα, καί ὅτι πιθανῶς “τά κόκαλά της νά ἔτριζαν στόν τάφο της”. Ἕνας ἄλλος ἔκανε μία δημόσια δήλωσι τή μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς Κάρλα γιά τό πόσο χαρούμενος ἦταν πού σέ λίγο θά ἦταν νεκρή”.
Ἡ ἴδια ἡ Κάρλα εἶχε μείνει ἔκπληκτη ἀπ᾽ τή στάσι τοῦ Ρον ἀπέναντί της. Μιλώντας σέ μία τηλεοπτική συνέντευξι λίγο πρίν τήν ἐκτέλεσί της, εἶχε πει: “Εἶναι ἀπίστευτο, φανταστικό! Ἡ συγχώρεσι εἶναι ἕνα πράγμα. Ἀλλά τό νά πάη κάποιος πέρα ἀπό αὐτό καί νά μέ πλησιάση —νά μέ ἀγαπήση ἐνεργά;” τῆς ἦταν πολύ πιό εὔκολα νά κατανοήση τήν ὀργή χιλλιάδων ἀνθρώπων πού ἤθελαν τό θάνατό της: “Μπορῶ νά κατανοήσω τήν ὀργή τους. Ποιός δέν θά μπορούσε; Εἶναι μία ἔκφρασι τοῦ πόνου καί τῆς πληγῆς τους. Τό ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουν ὅτι ἀξίζω συγχώρεσι. Ἀλλά ποιός τήν ἀξίζει; Μοῦ ἔχει δοθῆ μία νέα ζωή, καί ἡ ἐλπίδα —ἡ ὑπόσχεσι —ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡ τελική πραγματικότητα”. Ἡ Κάρλα προχώρησε στόν θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς ἔκανε τήν τελευταία της δήλωσι: “Λυπᾶμαι πολύ γι’ αὐτό πού ἔκανα... ἐλπίζω ὁ Θεός νά σᾶς δώση εἰρήνη μέσῳ τοῦ θανάτου μου”.
Ὅσο γιά τόν Ρόν, ἐπιμένει ὅτι δέν χρειαζόταν ἡ ἐκτέλεσί της: “Δέν ὠφελεῖ... Σίγουρα μοῦ λείπει ἡ ἀδελφή μου. Ἀλλά μοῦ λείπει, ἐπίσης, καί ἡ Κάρλα...”.

(Μετάφρασι ἀπ᾽ τό περιοδικό The Plough Reader, Ἄνοιξι 2000)»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/06/10/%ce%b1%cf%80%ce%bf-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b5%cf%87%ce%b8%cf%81%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%83%cf%85%ce%b3%cf%87%cf%89%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b7/).




<>




«Στέλλα, τό σπουργιτάκι τοῦ Θεού

Μέ τή Στέλλα γνωριστήκαμε τό καλοκαίρι τοῦ 1979 στήν Σοκολατοποιΐα. Ἦταν ἐργάτρια, ἐργαζόταν πολύ σκληρά, ὑπερέβαινε τίς 9 ὧρες καθημερινά. Ὅλοι τήν ἐκμεταλλευόντουσαν, ὅλοι τήν διέταζαν καί αὐτή ὑπήκουε ἄμεσα καί μέ χαμόγελο. Στέλλα, ἐδῶ, Στέλλα, ἐκεῖ. Ὁ ἰδιοκτήτης-ἐργοδότης τήν ἀγαποῦσε γιά τήν ὑπακοή της καί τήν ἐργατικότητά της.
Γιά τούς πιό πολλούς ἐργαζομένους ἦταν “ἡ Στέλλα ἡ χαζή”. Τό πρόσωπό της ἔλαμπε, τά χείλη τῆς ψέλλιζαν. Ὅταν τήν ἀφουγκραζόσουν ἄκουγες τό “Δόξα Σοι, ὁ Θεός”.
Πολύ συχνά ὁ προϊστάμενος μᾶς ἀνέθετε νά διεκπεραιώσουμε ἀπό κοινοῦ κάποια ἐργασία καί ἔτσι μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά δεχθῶ τήν καλωσύνη της, τήν ἀγάπη της. Θυμᾶμαι ὅτι μονίμως ἔλεγε τήν εὐχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε τό κεφαλάκι της πρός τούς οὐρανούς. Τότε ἔλαμπε.
“Δόξα σοι, ὁ Θεός”, ἄκουγες συχνά ἀπ᾽ τό στόμα της.
Ἡ Σοκολατοποιΐα αὐτή ἔκανε διάφορα εἴδη σοκολατάκια. Τά δεύτερης κατηγορίας τά ἐξήγαγε σέ χῶρες τῆς Ἀφρικῆς. Αὐτό στενοχωροῦσε τήν Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε πού ἐργαζόμασταν στήν συσκευασία μαζί, θυμᾶμαι τήν Στέλλα πάνω ἀπ᾽ τά κουτιά συγκεντρωμένη νά εύχεται “για τά ἀραπάκια πού θά ἔτρωγαν τά σοκολατάκια”.
Σέ ὁποιαδήποτε ἀδικία πού συνέβαινε στό χῶρο τῆς ἐργασίας —μας “τρώγανε” μεροκάματα— δέν ἀπαντοῦσε, δέν κατέκρινε, δέν ἀντιδροῦσε. Ἐκείνη τήν περίοδο ἡ Στέλλα ἦταν γιά μένα ἕνα λιμανάκι θαλπωρῆς, ἐγώ ἀντιδροῦσα σέ κάθε ἀδικία. Ἐκείνη στά σχόλιά μου ἀπαντοῦσε μέ ἕνα γέλιο, μέ μιά λέξι “Ἄ! Μηλίτσα”. Δέν τήν θυμᾶμαι ποτέ νά ἔβαλε ἕνα σοκολατάκι στό στόμα της (ὑπενθυμίζω ὅτι ἐργαζόμασταν σέ ἐργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Ἄν καί οἱ πιό πολλοί ἐργαζόμενοι τήν θεωροῦσαν “χαζή”, ἐντούτοις τήν σέβονταν καί διερωτῶντο πῶς κατόρθωνε νά ἐργάζεται τόσο ἀποτελεσματικά.
Ἡ Στέλλα δέν συμμετεῖχε σέ συζητήσεις πού κάναμε· ἦταν μαζί μας, ἀλλά συγχρόνως μακρυά ἀπό σχόλια, μακρυά ἀπό περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, ὅταν τήν ρωτοῦσαν νά πῆ τή γνώμη της, ἔκανε τήν παλαβή. Τό εἶχα προσέξει ὅτι τό ἔκανε ἐπίτηδες. Γιά ὅλα τά τοῦ κόσμου ἦταν τρελλή, παλαβή, ὅταν ὅμως τῆς ζητοῦσες βοήθεια στήν ἐργασία, τά χεράκια της κινιόντουσαν μέ στοργή νά βοηθήσουν, εἰ δυνατόν καί νά δουλέψουν γιά σένα.
Μέσα σ’ αὐτό τό περιβάλλον γνωριστήκαμε. Τήν σεβόμουν τόσο πού ποτέ δέν τήν ρώτησα γιά τήν προσωπική της ζωή. Ἀπό μόνη της μοῦ εἴπε ὅτι καταγόταν ἀπ᾽ τή Κων/πολι. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωσι ὅτι ὅλοι ὅσοι τήν γνώριζαν τήν χαρακτήριζαν λίαν ἐπιεικῶς “τρελλή”, ἐνῶ ἐγώ ἔνιωθα ὅτι κάνουν λάθος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολύ νωρίς κατάλαβα ὅτι ἡ Στελλίτσα ἤθελε νά τή θεωροῦν “τρελλή”. Κάποιες φορές τύχαινε νά ἤμαστε οἱ δυό μας καί νά μιλᾶμε φυσιολογικά καί ὅταν πλησίαζε κάποιος ἄρχιζε καί ἔλεγε ἄλλα ἀντί ἄλλων. Ἐμένα μοῦ δημιουργοῦσε αίσθημα γαλήνης καί μέ ἄφηναν ἀδιάφορη οἱ κρίσεις τῶν ἄλλων.
Στό ἐργοστάσιο αὐτό τῆς Σοκολατοποιΐας ἐργάσθηκα γιά λίγο χρονικό διάστημα. Τήν Στελλίτσα τήν συναντοῦσα συχνά στούς δρόμους καί πάντα εἶχε στήν καρδιά της, στά χείλη της τήν εὐχή. Συνήθιζε νά τήν λέη ἐκφώνως, ἀλλά πολύ σιγά. Πού καί πού ἐρχόταν στό σπίτι μου. Ἐκείνη τήν ἐποχή κατοικοῦσε στό πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.
Τά χρόνια πέρασαν, τήν ἔχασα, μά πάντα τήν θυμόμουν μέ μιά γλυκειά ἀνάμνησι καί νοσταλγία.
Μετά παντρεμμένη πιά θά τήν συναντοῦσα στήν Ἱ. Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Ὁσίας Πελαγίας) στό Ἀκραίφνιο. Εἴχαμε πάει μέ τόν ἄνδρα μου καί θά διανυκτερεύαμε στήν Μονή γιά τήν πρωϊνή Θ. Λειτουργία. Οἱ μοναχές μέ πολλή στοργή καί εὐγένεια μοῦ ζήτησαν συγγνώμη, ἐπειδή λόγὡ τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν δέν εἶχαν χῶρο νά μέ φιλοξενήσουν καί ἀναγκαστικά ἔπρεπε νά μοιραστῶ τό κελλί, όπου ἐφιλοξενείτο “μιά ἰδιόρρυθμη γυναίκα”. Δέχθηκα. Μέ ὁδήγησαν στό κελλί, ὅπου μέ κατάπληξι διεπίστωσα ὅτι “ἡ ἰδιόρρυθμη γυναίκα” ἦταν ἡ στοργική μου Στελλίτσα, πού εἶχα χρόνια νά τή δῶ. Ἡ χαρά μου δέν περιγράφεται. Μείναμε ἀγκαλιασμένες γιά ἀρκετή ὥρα καί ξαφνικά ἀκούω τίς ἀδελφές νά φωνάζουν: “Ἐλᾶτε, Γερόντισσα, νά δήτε τήν Στελλίτσα μέ τή Μηλίτσα ἀγκαλιά”. Ὅλοι χαρήκαμε. Ἐκείνο τό βράδυ ἡ Στελλίτσα ἔκανε σάν παιδάκι ἀπ᾽ τή χαρά της. Χτυποῦσε παλαμάκια, γελοῦσε, σταυροκοπιόταν...
—Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα πού παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα γιά νά παντρευτῆς. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι πού ὑποφέρεις ἀπ᾽ τά ποδαράκια σου. Ξέρω ἔχεις πρόβλημα. Ὑπομονή, προσευχή. (Ὑπόψιν ὅτι ἡ Στελλίτσα δέν γνώριζε ὅτι μοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ ἕνα χρόνιο ἐπώδυνο πρόβλημα ὑγείας στά πόδια μου). Ὁ ἄνδρας σου θ’ ἀλλάξη χῶρο, μήν ἀνησυχής, θά εἶναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, ἀναγκάσθηκε νά μεταφέρη σέ ἄλλο χῶρο τό κτηνιατρεῖο του).
Ἐκείνο τό βράδυ εἰπώθηκαν πολλά. Τήν ἄλλη μέρα καί ἐνῶ ἡ Στέλλα ἦταν μακρυά, εἶπα στίς ἀδελφές ὅ,τι εἶχα ἀντιληφθή γι᾽ αὐτήν, ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἁγία ψυχή... Τήν ἑπόμενη μέρα ἡ Στέλλα ἔφυγε ἀπ᾽ τό Μοναστήρι. Τό κατάλαβε. Δέν ἤθελε νά τήν ἐπαινῆς. Ὅταν ἀργότερα συναντηθήκαμε, μέ αὐστηρό τρόπο μέ ἐπέπληξε γιά τό ὅτι τήν ἐπαινῶ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δέν εῖχα πῆ τίποτε. Κι ὅμως τό ἤξερε...
Ἀργότερα, κάποια ἄλλη στιγμή, μοῦ εἶχε πη: “Δεν ἀντέχω τήν τιμή πού μοῦ κάνει ἡ Γερόντισσα. Νά, κοίτα νά δῆς· τελευταῖα μέ ἔβαλε νά φάω μαζί τους· μέ τίς ἀγίες ψυχές! Ποιά εἶμαι ἐγώ... Πώ, πώ, πώ, Μηλίτσα!”.
Γιά μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τά ἴχνη της. Ἡ Γερόντισσα μας τηλεφωνοῦσε καί μᾶς ρωτοῦσε ἄν τήν εἴδαμε. Ἐκεῖνο τό διάστημα κατάλαβα ὅτι, ἄν θέλω νά τή δῶ δέν πρέπει νά μιλῶ γι’ αὐτήν.
Τώρα ἡ Στελλίτσα ἦταν ἄστεγη, ἀπ᾽ τήν ἐργασία της εἶχε συνταξιοδοτηθῆ μέ τό πιό μικρό ποσό τῆς συντάξεως τοῦ ΙΑ (411 εὐρώ μηνιαίως), τά ὁποία μοίραζε σέ φτωχούς, φυλακισμένους, στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή κ.ἀ.. Τώρα πλέον ζοῦσε στά παγκάκια, στά ὑπόστεγα, στά ἐρημοκκλήσια, στίς σκάλες, σέ οἰκοδομές. Μοῦ τό ἐμπιστεύθηκε.
Κάτω ἀπ᾽ τήν πίεσι τῆς Γερόντισσας καί τή δική μου, ἤλθε κάποιες φορές, ὅταν ἔκανε βαρυχειμωνιά, καί ἔμεινε κοντά μας. Ζητοῦσε νά μείνη στό πιό ταπεινό μέρος τοῦ σπιτιοῦ.
Θυμᾶμαι μέ πολλή νοσταλγία, ὅταν τήν φιλοξενούσαμε στό σπίτι ἐπικρατοῦσε γαλήνη, φῶς, ὅλα εἰρηνικά. Ὅταν στήν παρέα μας ἐρχόταν ὁ ἄνδρας μου, ἡ Στελλίτσα ἔφευγε καί ὅταν τῆς μιλοῦσε δέν τόν κοιτοῦσε ποτέ. Χαρά της ἦταν νά τρώη ἀλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογοῦσε τό Θεό καί ἡ ψυχή της ξεχείλιζε ἀπό εὐγνωμοσύνη μέ ἕνα ἀδιάκοπο “Σ᾽ εὐχαριστῶ, Σ᾽ εὐχαριστῶ”.
Πολλές φορές τό βράδυ, προφασιζόμενη ὅτι εἶμαι κουρασμένη, τῆς ζητοῦσα νά κάνη αὐτή τό ἀπόδειπνο. Ἀδύνατον νά περιγράψω τί συνέβαινε, ὅταν ἄρχιζε τήν προσευχή. Σιγά-σιγά ἀλλοιωνόταν ἡ ἔκφρασί της, τό προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τήν ἄφηνα καί πήγαινα γιά ὕπνο.
Κάποια φορά, ἐνῶ τήν σκεπτόμουν μέ συμπόνοια “πώς γυρνάει σάν σπουργιτάκι στούς δρόμους” ξαφνικά μέ κοιτάζει καί μοῦ λέει:
—Μήν στενοχωριέσαι, θέλημα Θεοῦ εἶναι νά κοιμᾶμαι στά παγκάκια. Εἶμαι πολύ καλά, εἶμαι εὐτυχισμένη. Ξέρεις ἐκεῖ στά παγκάκια ράβω καί τά ροῦχα μου. (Ἡ Στέλλα ἦταν καί πολύ καλή ράπτρια). Νά, τό Πάσχα πέρασα πολύ ὡραία. Τό Μ. Σάββατο πῆγα καί πῆρα λίγο ἀρνάκι, τό ἔβαλα σ᾽ ἕνα ταψάκι ἀπό μπακλαβά, τό ἔδωσα στό φοῦρνο καί μοῦ τό ἔψησαν. Τό ἔκρυψα στό παγκάκι καί τήν ἄλλη μέρα ἔκανα Πάσχα στό παγκάκι μου, χαρούμενη καί εὐτυχισμένη, γιατί ὁ ἱερέας μοῦ εἶχε δώσει κι ἕνα κόκκινο αὐγό. Μήν στενοχωριέσαι γιά μένα. Ὄχι, ὄχι, γιατί εἶμαι ὑπό τήν σκέπη τῆς Παναγίας μας.
Μιά ἄλλη φορά, ὅπως μοῦ διηγήθηκε, πῆγε καί λούστηκε στήν τουαλέτα τῶν ἰατρείων τοῦ Δήμου. Τήν εἴδαν οἱ ἐργαζόμενοι καί τήν ἐπέπληξαν αὐστηρά. Ἡ Στέλλα δέν δέχθηκε τήν παρατήρησι λέγοντάς τους ὅτι δέν κλέβει τίποτε, οὔτε νερό, οὔτε σαπούνι, γιατί ὅλα αὐτά τά ἔχει πληρώσει εἰσφορές στό ΙΑ ὡς ἐργαζόμενη. Τούς μίλησε ἄσχημα καί αὐτοί κάλεσαν τήν ἀστυνομία κι ἔτσι ἡ Στέλλα ὁδηγήθηκε στό Ἀστυνομικό Τμῆμα. Κάπως ἔτσι μοῦ διηγήθηκε τόν διάλογο μέ τόν Διοικητή:
—Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με πού σᾶς κουράζω, ἀλλά ἀκοῦστε με, σᾶς παρακαλῶ. Εἶμαι ἄστεγη, δέν ἔχω τίποτε δικό μου. Νά μόνο αὐτό τό βιβλιάριο ἀσθενείας τοῦ ΙΑ, πού βεβαιώνει ὅτι ἔχω πληρώσει εἰσφορές. Τά ἰατρεία πού λούστηκα εἶναι τοῦ ΙΑ, ἄρα ἀνήκουν καί σέ μένα. Ὅταν βρίσκομαι μέσα στό ΙΑ, νιώθω ὅτι εἶμαι μέσα στό σπίτι μου. Συγχωρέστε με.
—Πήγαινε τώρα, ἀλλά τήν ἄλλη φορά πού θά λουστῆς νά προσέξης νά μη σέ δοῦν. Ἄντε στό καλό.
Ἔφυγε δοξάζοντας τό Θεό καί εὐγνωμονώντας τόν Διοικητή.
Πολλά βράδια κοιμόταν σέ σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα νά ποῦμε προσποιόταν ὅτι κοιμόταν, γιατί ὅταν ἡσύχαζε τό Νοσοκομεῖο, ἔτρεχε κοντά σέ μοναχικούς ἀσθενεῖς, πού εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας καί τούς συνέτρεχε, ἀλλά, ὅταν καταλάβαινε ὅτι κάποιο τρίτο πρόσωπο τήν ἀντιλαμβανόταν, τότε ἄρχιζε τά “παλαβά” της.
Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας γιά τήν ἐργασία μου (γύρω στίς 6:30-7:00 π.μ.) τήν συναντοῦσα νά βγαίνη ἀπ᾽ τό Νοσοκομεῖο ΚΑΤ καί στήν ἐπιμονή μου γιατί δέν ἔρχεται νά κοιμηθή στό σπίτι μας μοῦ ὁμολόγησε: Ἀγαποῦσε πολύ τούς Ἁγίους, τούς θεωροῦσε φίλους της, συγγενεῖς της, ἔτρεχε στήν ἑορτή τους, στά πανηγύρια, χαιρόταν ὅταν μοίραζαν καί φαγητό, ὅπως μοῦ ἔλεγε. Καθόλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους γύριζε σέ διάφορα προσκυνήματα. Τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων στό Μανταμάδο γιά τήν ἑορτή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου στήν Αίγινα, τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς στή Ναύπακτο κ.ἀ.. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τό ἑξῆς: Μιά φορά τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς πῆγε στήν Ναύπακτο καί ἔκανε σάν μικρό παιδί, ὅπως μοῦ τό διηγήθηκε. Ἀγαποῦσε τόν Σεβασμιώτατο Ἱερόθεο, τόν θεωροῦσε δικό της ἄνθρωπο, χαιρόταν πού τόν ἔβλεπε νά χοροστατή μέ τά λαμπρά του ἄμφια καί νά μιλάη τόσο ωραία. Τοῦ εἶχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ πού τῆς εἶχε μιλήσει καί τῆς ἔδωσε τήν εὐχή του στό μοναστήρι στό Ἀκραίφνιο. Τόν χαιρόταν, ὅπως ἔλεγε.
Ὅλες οἱ διηγήσεις τῆς Στελλίτσας ἦταν γιά μένα ἀπόλαυσι, ξεκούρασι. Ἔβλεπα μιά μεγάλη γυναίκα νά νιώθη καί νά ἐκφράζεται σάν μικρό παιδί.
Κάποτε εἴχαμε γιορτή στό σπίτι μας μέ ἀρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ἤλθε ἡ Στελλίτσα. Κάθισε καί ἀκριβῶς δίπλα της ἐγώ. Μεταξύ τῶν καλεσμένων καί ἕνα ζευγάρι μέ πολλά προβλήματα, τά οποία γνώριζα. Ἡ Στελλίτσα “στον κόσμο της” ψιθύριζε τήν εὐχή καί συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα ἔλεγε τί συμβαίνει μέ αὐτό τό ζευγάρι, τί φταίει, ἐνῶ στούς ἄλλους ἔλεγε ἄσχετα ἡ τούς χαμογελοῦσε. Πάντα, ὅμως, συγκεντρωμένη στήν εὐχή. Οἱ πιό πολλοί τήν θεώρησαν “παλαβή”, ἄλλο πού δέν ἤθελε ἡ Στέλλα, γιά νά μήν τήν καταλαβαίνουν.
Ἦταν 12 Αὐγούστου 2004, ἤμουν στό γραφεῖο μου καί ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν νά ταξιδέψω γιά Λέσβο γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές μου. Ἀπ᾽ τό πρωΐ βασανιζόμουν ἀπό μιά ἀσήμαντη σκέψι, κοινῶς εἶχα “κολλήσει”. Δέν εἶχα ἕνα μπρελόκ νά βάλω τά κλειδιά πού θά ἄφηνα στούς γείτονες νά ποτίζουν τόν κῆπο. Ξαφνικά γύρω στό μεσημέρι ἀνοίγει ἡ πόρτα καί ἐμφανίζεται ἡ Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ἀσθμαίνουσα καί μοῦ λέει:
—Νά, πάρτο. Ἤμουν στήν Ὁμόνοια καί μοῦ εἴπε νά σπεύσω νά σοῦ φέρω τό μπρελόκ. 
Τά ἔχασα. Στήν ἐρώτησι ποιός τῆς εἶπε νά μοῦ τό φέρη στήν ἀρχή ψέλλισε “ἡ Παναγία”, μετά ἄρχισε τά δυσνόητα, τά “παλαβά” της. Τό μπρελόκ τό εἶχε ἀγοράσει ἀπ᾽ τό μοναστήρι καί παρίστανε τό Γενέσιο τῆς Παναγίας μας. Στήν ἐπιμονή μου νά μείνη λίγο κοντά μου νά ξεκουραστή, νά πιῆ κάτι, νά δροσιστῆ κάθισε στόν καναπέ καί ἄρχισε νά μιλάη γιά τόν ἑαυτό της. Καί τότε μοῦ εἶπε: 
—Μηλίτσα μου, ἐγώ θά πεθάνω στούς δρόμους μόνη μου. Κανένας δέν θά τό μάθη, κανείς, κανείς. 
Αὐτό μέ πόνεσε πολύ καί τῆς εἶπα μέ ἀπαίτησι:
—Στελλίτσα μου, σέ παρακαλῶ θέλω νά τό μάθω. Θέλω νά μάθω τό φευγιό σου.
Καί τήν ἀγκάλιασα. Μετά ἀπό αὐτό σταμάτησε νά μιλάη γιά ἀρκετά λεπτά. Ξαφνικά μέ κοιτάζει μέ ἕνα στοργικό βλέμμα γεμάτο ἀγάπη καί μοῦ λέει:
—Μηλίτσα μου, θά τό μάθης, θά τό μάθης.
Γιά τελευταία φορά ἔμεινε στό σπίτι μου τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2004. Τότε τῆς πονοῦσε τό πόδι καί ἀναγκάσθηκε νά περιορίση τίς πεζοπορίες. Ἔτυχε τότε νά χρειασθῆ νά φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο πού δυσκολευόταν ἀπ᾽ τήν παρουσία της καί ἰδιαίτερα ἀπ᾽ τήν βραδινή προσευχή, διότι ἔπεφτε γιά ὕπνο νωρίς καί σηκωνόταν ἀργά τή νύχτα καί προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ἀκούγαμε νά ἐπαναλαμβάνη το: “Ζῆ Κύριος ὁ Θεός”.
Ἐν ὄψει αὐτού τοῦ προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μιά φίλη μας, ἡ Χρυσούλα, νά τῆς παραχωρήση ἕνα διαμερισματάκι, πού ἦταν ἄδειο μετά τό θάνατο τῶν γονέων της. Χάρηκε πού ἔμενε σέ σπιτάκι κοντά σέ ἀνθρώπους μέ ἀγάπη καί κατανόησι, τώρα μάλιστα πού δυσκολευόταν ἀπ᾽ τούς πόνους τῶν ποδιῶν της. Ἐκεί ἔμεινε μέχρι τόν Μάϊο τοῦ 2005. Τήν 1η Ἰουνίου 2005 ἡ Χρυσούλα τήν εἶδε νά φεύγη ἀπ᾽ τό σπίτι. Ἀπ᾽ τήν ἡμέρα ἐκείνη χάθηκαν τά ἴχνη της.
Ἀργότερα ἀνησυχήσαμε, ἀλλά ἐπειδή συνήθιζε νά ἐξαφανίζεται, πιστεύαμε ὅτι θά ἐμφανισθῆ. Κάθε τόσο ἐπικοινωνούσαμε μέ τήν Γερόντισσα ἡ Χρυσούλα καί ἐγώ γιά νά μάθουμε γιά τή Στέλλα. Ἡ Γερόντισσα ἔλεγε συνέχεια: “Ψᾶξτε νά τή βρῆτε”. Ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύαμε ὅτι εἶχε φύγει γιά κάποιο ταξίδι καί ὅτι θά ἐπέστρεφε.
Μετά τό Πάσχα τοῦ 2006 ἕνα βράδυ, πολύ ἀργά καί ἐνῶ ἡ οἰκογένειά μου εἶχε ἀποκοιμηθή, ξάπλωσα κι ἐγώ καί ἀποκοιμήθηκα ἀμέσως, πράγμα παράδοξο γιά μένα, καί ξύπνησα ἀμέσως (τό διεπίστωσα βλέποντας τό ξυπνητήρι) ἀπό ἕνα δυνατό ὄνειρο: Εἶδα τήν Στελλίτσα κάτω ἀπό ἕνα ὡραῖο δένδρο, ὄρθια νά ἀκουμπάη ἐλαφρά στόν κορμό του, σέ νεανική ἡλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη καί μέ κοιτοῦσε μέ ἕνα βλέμμα γεμάτο ἀπέραντη θαλπωρή. Ἔνιωσα τήν ψυχή μου νά βγάζη μιά οὐρανομήκη κραυγή, πού ἀισθανόμουν νά μοῦ ξεσχίζη τό στέρνο: “Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου...”. Κι ἔτρεξα νά τήν ἀγκαλιάσω, προτείνοντας τά χέρια μου, ἀλλά ὅταν ἔφτασα στό δένδρο ἐξαφανίστηκε καί στή θέσι της ἔκαιγε μιά ὁλόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, πού ἔχυνε γύρω ἕνα ὑπέροχο φῶς καί ἡ φλόγα της ἀνέβαινε ὁλόϊσα στόν οὐρανό. Ἀμέσως βλέπω στό χῶμα, δίπλα στή λαμπάδα, ἕνα ἀπόκομμα ἐφημερίδος πού ἔδειχνε ἕνα ἐξαιρετικά κακοποιημένο σῶμα σάν ἀπό τρομακτικό αὐτοκινητικό δυστύχημα.
Ἕνα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε τό εἶναι μου: “Ἡ Στέλλα πέθανε!”. Ξύπνησα κυριευμένη ἀπό ἀμφιθυμία ἀισθημάτων: Χαρά μεγάλη ἀπ᾽ τήν παρουσία τῆς Στέλλας καί τό φῶς τῆς λαμπάδας καί φόβο ἀπ᾽ τήν φωτογραφία τῆς ἐφημερίδος. Ἤθελα νά ξυπνήσω τόν Δημήτρη, τόν ἄνδρα μου, νά τοῦ πω γιά τήν Στέλλα, “τό σπουργιτάκι”, ὅπως τή λέγαμε, ὄχι μόνον ἐπειδή ζοῦσε “ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος”, ἀλλά καί ἐπειδή τό βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό, ὅμως, μέ ἀπέτρεψε νά τόν ξυπνήσω. Τήν ἑπομένη τηλεφώνησα στήν Γερόντισσα καί στήν Χρυσούλα καί τούς εἶπα τό ὄνειρο. Καί οἱ δυό μοῦ συνέστησαν νά ψάξουμε γιά τήν Στέλλα. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄρχισε ἡ ἀγωνιώδης ἀναζήτησι. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεῖα...
Ἡ Χρυσούλα ἔμαθε ὅτι στίς 3 Ἰουνίου 2005 καί ὥρα 6:10 μ.μ.. Κοντά στό σπίτι της σκοτώθηκε σέ αὐτοκινητικό μία γυναίκα ἀγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δέν ἔχουν ὄνομα!). Ὁ θάνατος ἦταν ἀκαριαίος. Ὅλη ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ἡ Στελλίτσα. Ἐνῶ διέσχιζε τόν δρόμο, τήν παρέσυρε ἕνα αὐτοκίνητο μέ ὁδηγό ἀξιωματικό τοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποίος ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Τήν συνέθλιψε. Μόνο τό προσωπάκι της ἦταν εὐδιάκριτο (ὅπως ἔδειξαν οἱ φωτογραφίες τῆς Τροχαίας).
Ἡ Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τίς 18 Ἰουνίου 2005 στό Νοσοκομεῖο “Ἀσκληπιεῖον” καί μετά τό πτῶμα της μεταφέρθηκε στό Κεντρικό Νεκροτομεῖο τοῦ Λαϊκοῦ Νοσοκομείου, ὅπου παρέμεινε στά ἀζήτητα μέχρι τίς 20 Ἰουλίου 2005, ὁπότε καί δόθηκε γιά ἐνταφιασμό. Τό Γραφεῖο πού τήν ἐνταφίασε μᾶς πληροφόρησε ὅτι Νεκρώσιμη ἀκολουθία δέν ἐψάλη, μόνο ἕνα Τρισάγιο ἐπί τοῦ τάφου.
Πρέπει νά τονισθή ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀσχοληθήκαμε μέ τήν ἀνεύρεσί της, στήν προσευχή μας τῆς μιλούσαμε καί τῆς λέγαμε: “Ἄν μᾶς ἀκοῦς, ἄν ἔχης παρρησία στό Θεό, ὁδήγησέ μας, βοήθησέ μας”. Καί πράγματι μᾶς βοήθησε καί φθάσαμε μέχρι τόν χορταριασμένο “ἀνύπαρκτο” τάφο της, στήν ἀνατολική ἄκρη τοῦ Νεκροταφείου τοῦ Ζωγράφου, μέ τό νούμερο 8915.
Τήν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμησί της, ἐψάλη ἡ Νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς Στέλλας, στόν Ἱ. Ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου συνήθιζε νά ἐκκλησιάζεται κατά τήν Πασχάλιο Περίοδο. Ὁ ἱερέας εἶπε γιά τήν Στέλλα: “Έκανε τά παλαβά της, ἀλλά ἔλεγε σωστά πράγματα καί πάντα ἐρχόταν γεμάτη τρόφιμα γιά τούς πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα γιά τήν Θ. Λειτουργία... Μάλιστα ἔχει παραγγείλει νά ἁγιογραφηθῆ ἡ Ἁγ. Μαρίνα στό Ναό μας...”.
Στις 3 Ἰουνίου 2006 ἔγινε τό ἐτήσιο μνημόσυνό τῆς χοροστατοῦντος τοῦ λίαν προσφιλούς της ἐπισκόπου, π. Ἱεροθέου, στό Μοναστήρι τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Ὁσίας Πελαγίας) στό Ἀκραίφνιο.
Σέ μιά ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μας συναντήσεις μοῦ εἶπε: “Νιώθω γεμάτη ἀπό αὐτή τή ζωή. Ὅλα μου τά ἔχει δώσει ὁ Κύριος. Μόνο μιά ἐπιθυμία μου δέν ἔχει ἐκπληρωθῆ: Ἤθελα νά βαπτίσω δυό παιδάκια, πού νά τούς ἔδινα τό ὄνομα τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί τῆς Παναγίας μας, ἀλλά κανείς δέν μέ θέλησε γιά κουμπάρα”. Ὅταν τῆς πρότεινα ὅτι θά προσπαθήσω νά βαπτίσω ἐγώ τά δυό παιδάκια στή θέσι της καί μάλιστα, ὅταν μεγαλώσουν θά τούς μιλήσω γιά τήν “πραγματική νονά τους”, καταχάρηκε καί ἀναφώνησε: “Τώρα ἡσύχασα. Εἶμαι ἕτοιμη νά φύγω”.

Τῆς Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικοῦ-Υπαλλήλου Ὑπ. Ἐργασίας»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/06/12/%cf%83%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%bb%ce%b1-%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%80%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b3%ce%b9%cf%84%ce%ac%ce%ba%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b8%ce%b5%ce%bf%cf%8d/).



<>




«Ὁ Ἡγούμενος καί Γέροντας τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου τοῦ Ἁγ. Ὄρους Γρηγόριος βρέθηκε στήν Ἱ. Μονή Προσοῦ τῆς Εὐρυτανίας, πού ἑορτάζει στίς 23 Αὐγούστου. Πρίν ἀρχίση ὁ ἐσπερινός ὁ Γέροντας βλέπει μιά κυρία καί πιάνει κουβέντα μαζί της. Στή κουβέντα ἐπάνω ἡ γυναῖκα ἐξομολογεῖται. Γέροντα ἐργαζόμουν σ᾽ ἕνα γιατρό. Αὐτός ἦταν δύστροπος καί σκληρός. Μοῦ ἔκανε τή ζωή δύσκολη. Τό ἴδιο σκληρός καί περισσότερο δύστροπος ἦταν καί ὁ ἄνδρας μου. Μιά μέρα μοῦ λέει ὁ γιατρός πᾶρε αὐτή τή σακκούλα καί πήγαινε νά τήν πετάξης στά σκουπίδια. Στό δρόμο πού πήγαινα, γιατι ὁ κάδος ἦταν λίγο μακρυά, ἀκούω κλάμματα μωροῦ. Ἀνοίγω τή σακκούλα καί βλέπω ἕνα μωρό. Ἀποφασίζω νά τό πάρω στό σπίτι. Πῶς νά τό πάρω στό σπίτι; Ὁ ἄνδρας μου θά μέ σκότωνε. Κάνω προσευχή στή Μητέρα Παναγία καί τῆς λέω: Ἐγω τό μωρό θά τό πάρω στό σπίτι, σέ παρακαλῶ βοήθησέ μέ νά μήν πάρη εἴδησι ὁ ἄνδρας μου. Πῆρε μιά σκαφίδα καί τήν ἔβαζε κάτω ἀπ᾽ τό κρεβάτι καί τό θήλαζε κρυφά ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της μαζί μέ τό δικό της μωρό! Τό μωρό ἀδελφοί μου δέν ἔκανε κίχ...! Ἐπί δύο χρόνια! Μιά μέρα, κάποια στιγμή ἦλθε ἕνα μεσημέρι μπουσουλώντας στό τραπέζι. Τά μάτια τοῦ ἄνδρα της γούρλωσαν ἀρπάζει τό μαχαίρι καί λέει ἐπιτακτικά στή γυναῖκα του: Πές μου. Η γυναῖκα τοῦ διηγήθηκε ὅλο τό ἱστορικό καί ὁ ἄνδρας της πείσθηκε καί τό ἔκανε καί δικό του παιδί. Πέρασαν τά χρόνια. Τά παιδιά μεγάλωσαν καί τό μόνο παιδί πού ἐνδιαφέρθηκε γιά τά γεράματα τῆς μάνας ἦταν μόνο αὐτό τό παιδί!»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_910.html).
«Μιά φορά ἔφερα στό Ἅγ. Ὄρος ἕνα πολύ δικό μου ἄνθρωπο. Μέχρι τότε αὐτός εἶχε πρόλαβει νά ἐπισκεφθῆ, ὅπως λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, “κέντρα πνευματικής δυνάμεως”: τό Θιβέτ, κάποιο ἀσράμ τῆς ἰνδίας κτλ.. “Και, λοιπόν, γιατί αὐτή τή συλλογή/ἐμπειρία νά μήν τή συμπληρώσω μέ τό Ἅγ. Ὄρος...” —ἔτσι, ὑποθέτω, μποροῦσε νά συλλογίζεται. Ἀλλά ἐδῶ ξεκίνησε...
Παρεμπιπτόντως, δέν συμφώνησε ἀμέσως νά πάη στό Ἅγ. Ὄρος, σάν νά προαισθανόταν ὅτι δέν θά ἐπέστρεφε ποτέ ἀπό ἐκεῖ αὐτός πού ἦταν πριν... τόν πηγαίνω στό Γέροντα Γρηγόριο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, νά πῶ πρῶτα, κάπνιζε ἀπ᾽ τήν ἐφηβεία, καί πολύ μάλιστα, καί ἀρκετά ἀκριβά καί δυνατά τσιγάρα. Τό ἤξερα, ὅπως ἤξερα καί ὅτι ὁ Γέροντας Γρηγόριος ἦταν ἀδιάλλακτος ἀγωνιστής ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους, τό κάπνισμα. Ἀλλά αὐτό πού θά συνέβαινε, ἄν τούς συστήσω δέν πρόλαβα νά τό διανοηθώ... Λοιπόν, ξαφνικά βλέπω ὅτι ὁ Γέροντας μέ σταθερά βήματα πηγαίνει πρός τό φίλο μου.
—Ἔχεις τσιγάρα;, τόν ρώτησε.
Ἐκείνος ἀμέσως ὑπάκουα ἔβγαλε ἀπ᾽ τήν τσέπη του ἀνοιχτό πακέτο τσιγάρα καί ἄπλωσε τό χέρι στόν ἐνδιαφερόμενο. Οἱ προσκυνητές τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου ξέρουν πόσα πακέτα ἀφήνουν αὐτοί πού θεραπεύτηκαν ἀπό αὐτή τήν ἐξάρτησι ἐκεῖ, στό Ναό, στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος “Γοργοϋπήκοος”. “Να, σκέφτομαι, καί ὁ Γέροντας συμπλήρωσε τή συλλογή του”, ἀλλά δέν πρόλαβα νά ὁλοκληρώσω τή σκέψι μου αὐτή μέχρι τέλους, ὅταν στά αὐτιά μου ξαφνικά ἔφτασε ἤχος ἑνός περιποιημένου χαστουκιοῦ!
—Τέλος! Δέν θά ἔχης πλέον τσιγάρα, —ἀνακοίνωσε ὁ Γέροντας σέ αὐτόν πού μόλις “εὐχαρίστησε” τόσο ἀπρόσμενα γιά τό ἀνοιχτό πακέτο.
“Παράξενος παππούς”, —χαμογέλασε μέσα τοῦ αὐτός πού στή πολυτελή συβαριτική βαλίτσα του εἶχε ἀποκρύψει ἕνα μπλοκ ἀκριβῶν τσιγάρων... ὅταν ξανά βρεθήκαμε μόνοι μας, αὐτός πῆρε ἕνα τσιγάρο, δοκίμασε νά τό καπνίση καί δέν κατάλαβε τι ἔγινε: ζαλίστηκε, ἄρχισε νά ἔχη μιά ἀηδιαστική λιγούρα. Πέταξε τό τσιγάρο καί πῆρε τό ἄλλο. Ξανά τό ἴδιο! Συνέχισε μέ πεῖσμα ὥσπου ἔκανε ἐμετό! Μετά οὔτε κἄν προσπάθησε νά καπνίση. Ὅμως, μέχρι τό περιστατικό ἦταν μανιακός καπνιστής, πάνω ἀπό 30 χρόνια!
Ναί, ὁ Γέροντας μερικές φορές ἦταν σκληρός, ἀλλά ἦταν τά ἀναγκαῖα μέτρα ἐνός ἔμπειρου γιατροῦ πού βλέπει ὅλη τή ζημιά τῆς ἀσθένειας πού τρώει τόν ἄνθρωπο καί καταλαβαίνει ὅτι μέ ἄλλο τρόπο δέν μπορεῖς νά ἐνεργῆς σέ τέτοιες περιπτώσεις, ὅπως ἐδῶ.

Μαξίμ Κλιμένκο

Για τόν Μακαριστό ἰερομόναχο Γρηγόριο τόν ἀρχιπελαγίτη Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_411.html).



<>




«Μιά φορά ἦλθαν δύο φίλοι ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα, νεαροί οἰκογενειάρχες, καί μέ ρωτοῦσαν ἄν ὑπάρχουν Γέροντες τοῦ Γεροντικοῦ καί τῆς Φιλοκαλίας. Ὑπάρχουν τούς εἶπα καί τούς πῆγα στόν Γέροντα αὐτόν, τόν μοναχό Ἰωσήφ τόν Κύπριο. Ἦταν τότε 105 ἐτῶν. Ἦταν ξαπλωμένος κι ἔκανε κομποσχοίνι.
—Οι κύριοι, τοῦ λέω, εἶναι ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα καί ἤθελαν νά πάρουν τήν εὐχή σου. 
Τόν εἶδαν πώς δέν εἶχε ὄρεξι γιά κουβέντα. Ἀφοῦ εἶπαν δύο-τρία λόγια, τούς ἔκανε νόημα νά φύγουμε. Φεύγοντας λένε στόν Γέροντα: 
—Γέροντα, εἴμαστε μέ πολλά προβλήματα, σᾶς παρακαλοῦμε νά προσεύχεσθε. 
—Θά προσεύχομαι, τούς ἀπαντᾶ, ἀλλά γιά νά προσεύχομαι θέλω καί λεφτά!
Ντράπηκα πολύ, τά ἔχασα, δέν ἤξερα τί νά πῶ. Προσπαθοῦσα νά δικαιολογήσω τήν κατάστασι. Ἀποροῦσα γιατί νά τό κάνη αὐτό. Τούς πῆγα σ’ ἕνα ἄγιο ἄνθρωπο κι αὐτός νά ζητάει χρήματα γιά νά προσευχηθῆ; Αὐτός πού δέν γνώριζε καλά-καλά τήν ἀξία τῶν χρημάτων καί δέν τούς ἔδινε μεγάλη σημασία. Οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν καί λυπήθηκα.
Την ἄλλη ἡμέρα πού πῆγα νά τόν δῶ, μοῦ λέει: 
—π. Μωυσῆ τήν ἀρετή δέν τή μαζέψαμε μαζί. Μήν μοῦ φέρνεις κόσμο νά μέ τιμᾶνε. Ζήτησα ἀπ᾽ τό Θεό νά μέ τιμήση στήν ἄλλη ζωή, ὄχι σ᾽ αὐτή τήν ψεύτικη. 
Ἐξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στους ξένους ζητώντας χρήματα, πού ποτέ δέν εἶχε καί ποτέ δέν τ᾽ ἀγάπησε, μέ ντρόπιασε κι ἐμένα. Ποῦ νά τολμήσω νά ξαναπάω κόσμο. Χάλασε τήν εἰκόνα του, ὡς σπουδαίου ἀσκητοῦ. Κατέστρεψε τήν πρόσοψί του. Ποιός ἀπό μᾶς τό κάνει αὐτό; Ἦταν ταπεινός. Ὑπεράνω καί τοῦ σκανδαλισμοῦ. Τόν ἔνοιαζε τί θά πῆ γι᾽ αὐτόν ὁ Θεός κι ὄχι οἱ ἄνθρωποι. Ὅταν τό εἴπα στούς φίλους ἔμειναν ἄφωνοι...
Μοναχός Μωυσῆς Ἁγιορείτης, Ἡ Εύλαλη Σιωπή, ἐκδ. Ἐν Πλῷ»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/10/31/%cf%8c-%ce%ac-%cf%8d/).



<>




«Ὁ Ἅγ. Νεκτάριος τῆς Αἴγινας διετέλεσε σχολάρχης, διευθυντής τῆς Ριζαρείου Σχολῆς. Νά παραθέσω τό ἐκπληκτικό ἐπεισόδιο πού συνέβη στή σχολή του καί τήν διαχείρισί του ἀπ᾽ τόν Ἅγιο. Κάποτε μία ὁμάδα τελειοφοίτων διαπληκτίστηκε, ἔφτασαν καί σέ γρονθοκοπήματα. Τό μαθαίνει ὁ Ἅγιος. Καί ἰδού τό ἀνεπανάληπτο καί αἰώνιο παράδειγμα, σέ δασκάλους καί διευθυντές σχολείων, ἀντιμετωπίσεως τῆς ἐνδοσχολικῆς βίας, τοῦ κακῶς λεγόμενου σήμερα “bullying”, πού ἔχει λάβει διαστάσεις ἐπιδημίας. Ἀντί γιά φωνές, τιμωρίες, τσιρίδες καί κλήτευσι γονέων, ὁ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπιβάλλει τό παρακάτω πρωτοφανές, ἀξιοθαύμαστο καί χριστομίμητο: “Αὐτὰ πού κάνατε μέ λυποῦν καί μέ ἀναγκάζουν νά τιμωρήσω τόν ἑαυτό μου. Ἀπό σήμερα τό μεσημέρι νά εἰδοποιηθῆ ὁ μάγειρας, νά μήν μοῦ ἀποστέλλη φαγητό, ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ θὰ προσεύχομαι γιά τήν ἀνωμαλία. Μάλιστα. Μέ λυποῦν παιδιά μου, μέ λυποῦν... ἐσεῖς οἱ αὐριανοί λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου! Πηγαίνετε καί εἴθε ὁ Κύριος νά ἀποστείλη ἔλεος καί φωτισμό, εἴθε νά σᾶς συγχωρήση. Πηγαίνετε καί παρακαλῶ μέχρι τῆς μεσημβρίας νά ἔχετε συμφιλιωθεῖ” ( Σ. Χονδροπούλου, Ὁ Ἅγιος τοῦ Αἰώνα μας, σ.114, ἐκδ. Καινούργια Γῆ). Ἔκτοτε οὐδείς σπουδαστής δημιούργησε πρόβλημα, γιατί ἤξερε ὅτι θά τήν πληρώση... ὁ Ἅγιος σχολάρχης του. Τί νά πῆ κανείς ἐνώπιον τέτοιου μεγαλείου!»(https://christianvivliografia.wordpress.com/2020/11/08/%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%bd%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%b4%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bf%cf%83-%cf%84%e1%bf%86%cf%82-%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b9%ce%bf%cf%83%cf%85/).



<>




«Ὁ δάσκαλος εἶπε ὅτι εἶναι φύσι ἀδύνατον μιά φάλαινα νά καταπιῆ ἕνα ἄνθρωπο, γιατί ἄν καί εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο θηλαστικό, ὁ λαιμός του εἶναι πολύ μικρός.
Τό μικρό κορίτσι ἐπισήμανε ὅτι μιά φάλαινα εἶχε καταπιεῖ τόν Ἰωνᾶ.
Ἐνοχλημένος ὁ δάσκαλος ἐπέμεινε ὅτι μιά φάλαινα δέν μπορεῖ νά καταπιῆ ἕνα ἄνθρωπο.
Τότε τό μικρό κορίτσι εἴπε:
—Ὅταν θά πάω στόν Παράδεισο, θά ρωτήσω τόν Ἰωνᾶ.
Καί ὁ δάσκαλος τή ρώτησε:
—Καί ἄν ὁ Ἰωνᾶς ἔχει πάει στήν κόλασι;
Καί ἡ μικρή ἀπάντησε:
—Τότε θά τόν ρωτήσης ἐσύ!»(https://iliaxtida.wordpress.com/2011/01/17/paidia/).



<>





«Ὅταν εἶχε ἔρθει ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας “Ἄξιον ἐστί” ἀπ᾽ τό Ἅγ. Ὄρος στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν γιά προσκύνησι, ἕνα παιδάκι, κάπου δεκατεσσάρων χρονῶν, πού δούλευε σ᾽ ἕνα μηχανουργεῖο, μόλις ἄκουσε ὅτι ἦρθε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀμέσως, ὅπως ἦταν γεμάτο μουντζοῦρες καί λάδια, φοράει τό σακάκι του ἀπ᾽ τήν ἀνάποδη, ἐπειδή ἦταν λερωμένο, καί παίρνει ἄδεια ἀπ᾽ τή δουλειά του.
Τρέχει καί ἀγοράζει ἕνα τριαντάφυλλο καί κάθεται ὧρες ἔξω ἀπ᾽ τή Μητρόπολη, μέσα στή βροχή, περιμένοντας στή σειρά, γιά νά τό προσφέρη στήν Παναγία!
Ἐμένα, μέ συγκίνησε ἀφάνταστα αὐτό τό γεγονός. 
Καί εἶμαι σίγουρος ὅτι ἡ Θεία Χάρι τό ἐπισκέφθηκε αὐτό τό παιδάκι, γιατί εἶδε τήν ἀγαθότητά του. 
Δέν εἶναι μόνο τό τριαντάφυλλο πού δείχνει τήν ἀγάπη του ἤ τό ὅτι περίμενε κάτω ἀπ᾽ τή βροχή. 
Λίγο τό ’χεις, νά γυρίση τό σακάκι του ἀπ᾽ τήν ἀνάποδη, γιά νά παρουσιασθῆ καθαρό στήν Παναγία; 
Πῶς νά μήν τό εὐλογήση ἡ Παναγία; 
Καί τήν ἱκετεύω, λοιπόν, γιά ὅλα τά παιδιά πού μοχθοῦν καθημερινά γιά τόν ἐπιούσιο. 
Μπορεῖ νά φαίνονται μουντζουρωμένα, ἀλλά ἡ ψυχή τους λάμπει...

Ἅγ. Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης

Ἀπ᾽ τήν “σύν αὐτῷ” συνεργάτιδά μας, Athina Kateri»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/10/blog-post_69.html).



<>





«Τά παράδοξα τῶν ἡμερῶν μας εἶναι ὅτι:

Ἔχουμε πλατύτερους δρόμους μά στενότερες ἀντιλήψεις.
Ξοδεύουμε πολλά, ἐνῶ ἔχουμε λίγα.
Ἀγοράζουμε πολλά καί ἀπολαμβάνουμε λίγα.
Ἔχουμε μεγαλύτερα σπίτια ἀλλά μικρότερες οἰκογένειες.
Διαθέτουμε περισσότερες ἀνέσεις, ἀλλά ἔχουμε λιγότερο χρόνο.
Ἔχουμε περισσότερα πτυχία, ἀλλά λιγότερους λογικούς ἀνθρώπους.
Ἡ γνώσι μας πληθύνθηκε, μά ἡ κρίσι μας λιγόστεψε.
Διαθέτουμε πολλούς εἰδήμονες, ἀλλά περισσότερα προβλήματα.
Πολλαπλασιάζουμε τά ὑπάρχοντά μας καί μειώνουμε τίς ἀξίες μας.
Μιλᾶμε πολύ, ἀγαποῦμε σπάνια καί μισοῦμε συχνά...
Μάθαμε πώς νά ἐξασφαλίζουμε τά πρός τό ζήν, ἀλλά δέν μάθαμε νά ζοῦμε.
Προσθέσαμε χρόνια στή ζωή μας, ἀλλά ὄχι ζωή στά χρόνια μας.
Διανύσαμε τήν ἀπόστασι γῆ-φεγγάρι, ἀλλά δυσκολευόμαστε νά διασχίσουμε ἕνα δρόμο γιά νά συναντήσουμε τό γείτονά μας.
Κατακτήσαμε τό διάστημα, ἀλλά χάνουμε τό δικό μας πλανήτη.
Διασπάσαμε τό ἄτομο, ἀλλά ὄχι καί τίς προκαταλήψεις.
Ἔχουμε ὑψηλότερα ἐισοδήματα, ἀλλά χαμηλότερες ἠθικές ἀξίες.
Ζοῦμε στήν ἐποχή τῶν ὑψηλῶν κερδῶν καί τῶν ρηχῶν ἀνθρώπινων σχέσεων.
Ὑπάρχουν περισσότερα τρόφιμα, ἀλλά χειρότερη διατροφή.
Κτίζουμε πολυτελή σπίτια, ἀλλά διαλύουμε τήν οἰκογένεια.
Ἡ βιτρίνα τῆς ζωῆς μας φαίνεται πλούσια καί γεμάτη. Ἡ ἀποθήκη της εἶναι ἔρημη καί ἄδεια.

Ἀνώνυμος φοιτητής

Μᾶς ἔστειλε ἡ Ε.Λ..»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/07/29/%ce%ac-%cf%8e/).




<>





Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com